ΜΕ ΛΑΜΠΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΥΞΗ Ο ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΑΒΒΑ ΤΟΥ ΕΝ ΚΑΛΥΜΝΩ ΑΣΚΗΣΑΝΤΟΣ
Με λαμπρότητα και βυζαντινή μεγαλοπρέπεια, βάσει του προγράμματος που εκδόθηκε από την Ιερά Μητρόπολη εορτάστηκε στο Νησί των σφουγγαράδων, την ωραία παραδοσιακή και προπάντων πιστή στον Θεό και την Εκκλησία του, Κάλυμνο η εορτή του Οσίου Θεοφόρου και θαυματουργού πατρός ημών Σάββα, την Κυριακή 1η Απριλίου 2012.
Προσκυνητές από όλο το Αν. Αιγαίο και κατεξοχήν από τη Δωδεκάνησο ήρθαν στην Κάλυμνο, για να προσκυνήσουν το σκήνωμα του Οσίου Σάββα.
Ο πολύ ωραίος καιρός του Σαββατοκύριακου επέτρεψε σε χιλιάδες πιστών να ανέβουν στο ιερό ύψωμα για να ανάψουν ένα κερί στον Όσιο Σάββα.
Η Δημοτική Αστυνομία, συνεργαζόμενη με τους οδηγούς των ταξί, προστάτεψε την ηρεμία και τη γαλήνη του ιερού χώρου, ώστε η κυκλοφορία να είναι ομαλή παρά την τεράστια συρροή προσκυνητών.
Στον πανηγυρικό εσπερινό και τη Θ. Λειτουργία συναρχιεράτευσαν ο μητροπολίτης Προικοννήσου κ. Ιωσήφ (από το Οικ. Πατριαρχείο της Κων/πόλεως) και ο μητροπολίτης μας κ. Παΐσιος.
Στο θείο κήρυγμα του ο κ. Ιωσήφ μίλησε για τις αρετές του Οσίου με έντεχνο και συνάμα λιτό τρόπο, καθώς αναφέρθηκε στη ζωή και στην πνευματική άσκηση του οσίου μέσα από την οδό της αγαθότητας, ταπεινοσύνης, αγάπης και προσφοράς που δίδασκαν οι περικοπές Ευαγγελίου και του Αποστόλου της ημέρας.
Ανήμερα της πανήγυρης προσήλθαν ως προσκυνητές του Οσίου οι βουλευτές Δωδ/σου κ.κ. Ν. Ζωίδης, Μ. Ιατρίδη και Γ. Κασσάρας, ο δήμαρχος Καλύμνου κ. Δημ.Διακομιχάλης, ο εκπρόσωπος της Περιφέρειας κ. Σταυλάς, ο επικεφαλής της ελ. αντ/τευσης κ. Γαλουζής, από την αξ. αντ/τευση ο κ. Μπούκης, και οι υποψήφιοι βουλευτές της Ν.Δ. κ.κ. Π. Μαραβέλιας και Υψηλάντης.
Ο Πανηγυρικός Αρχιερατικός Εσπερινός, η αγρυπνία, η δισαρχιερατική Θεία Λειτουργία και ο κατανυκτικός εσπερινός το εσπέρας της Κυριακής μεταδόθηκαν από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Πειραϊκής Εκκλησίας και τηλεοπτικά από το κανάλι "Τ.V. 12", καθώς και από τον Εκκλησιαστικό τοπικό σταθμό "Aλήθεια FM" μέσω διαδικτύου.
Και η Ναυτιλιακή Εταιρεία "Δωδεκάνησος" του κ. Γ.Σπανού με έκτακτα δρομολόγια από Ρόδο και Κω καθώς και τα "DOLFIN KALYMNOΣ" και "ΑΠΟΛΛΩΝ" από ΚΩ μετέφεραν πλήθος προσκυνητών.
Η Καθηγουμένη της Ιεράς Μονής Αγίων Πάντων Μοναχή Κυπριανή, η αδελφότης της Ιεράς Μονής και ο Μητροπολίτης Λέρου, Καλύμνου και Αστυπαλαίας κ. Παϊσιος εκφράζουν τις άπειρες ευχαριστίες τους σε όλους που συνέβαλαν να εορταστεί μεγαλοπρεπώς ο Aγιος Σάββας ο Προστάτης και Έφορος της Μονής των Αγίων Πάντων και το καύχημα των ευσεβών Καλυμνίων.
"Όσιε Θεοφόρε πατήρ ημών Σάββα πρέσβευε υπέρ πάντων ημών διηνεκώς".
Διαβάστε τον λόγο του Σεβ.Μητροπολίτου Προικοννήσου κ.κ.Ιωσήφ:
Δηλαδὴ τὴν «παληοζωὴ» ποὺ εἶχε ζήσει μέχρι τότε μέσα στὴν ἁμαρτία, τὴν ἔρριξε τώρα μέσα στὸ χωνευτήρι τῆς ἐξομολογήσεως. Ἐξαγορεύθηκε, λοιπόν, μὲ πόνο καὶ συντριβὴ καρδίας καὶ ποταμὸ δακρύων ὅλα τὰ τοῦ μέχρι τότε θεοστυγοῦς βίου της, ἔλαβε τὴν ἄφεσι καὶ ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Καὶ ἐπειδή, πάλι κατὰ τὸν θεῖο Χρυσόστομο, «μεγάλη τῆς ἐξομολογήσεως ἡ ἰσχὺς καὶ πολλὴ ταύτης ἡ δύναμις»[ii] καὶ μέγιστη, ἀσφαλῶς, εἶναι ἡ δύναμις καὶ ἡ σωτηριώδης ἐνέργεια τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ὅταν ἐν μετανοίᾳ καὶ ἐξομολογήσει κοινωνοῦνται, ἡ Μαρία ἐνισχύθηκε ἐξ ἀμφοτέρων τὰ μέγιστα καί, μὲ τὴ δύναμι καὶ τὴ χάρι ποὺ ἔλαβε, ἔφυγε τὴν ἐπαύριο, διέσχισε τὸν ποταμὸ καὶ πῆγε στὰ πιὸ ἀπομονωμένα μέρη τῆς πέραν τοῦ Ἰορδάνου ἐρήμου, ὅπου καὶ ἔζησε σαρανταεφτὰ ὁλόκληρα χρόνια, χωρὶς νὰ συναντήσῃ οὔτε ἄνθρωπο, οὔτε ζῶο! Σὲ μία περιοχὴ ἐντελῶς ἀπαρηγόρητη, αὐχμηρή, ἀπαράκλητη!
Ἐκεῖ ὅπου ἐμεῖς δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ ἀντέξωμε οὔτε σαρανταεφτὰ ἡμέρες! Τί λέω; Οὔτε σαρανταεφτὰ ὧρες! Καὶ ἐκείνη, γυναίκα, ἀσθενὲς σκεῦος, ἀγύμναστη σὲ σκληραγωγίες, ἔμεινε σαρανταεφτὰ συναπτὰ χρόνια, μὲ τὸν ἥλιο νὰ τὴν κατακαίῃ ἀνοικτιρμόνως τὴν ἡμέρα, τὸ κρῦο νὰ τὴν παγώνῃ τὴ νύχτα καὶ τρώγοντας μόνο ἀγριόχορτα καὶ ρίζες! Ποῦ νὰ τὰ φαντασθοῦμε ἐμεῖς αὐτά, οἱ ἁβροδίαιτοι Χριστιανοὶ τοῦ 21ου αἰῶνος! Καὶ ὅμως ἐκείνη ἐτόλμησε! Ἀπετάξατο τὸν σατανᾶ καὶ ὅλη του τὴν πομπή, ὅλη τὴ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας, καὶ ἔφυγε. Ἔκαμε τὸ μεγάλο βῆμα! Τὸ μεγάλο καὶ σωτήριο ἄλμα: «Λαβοῦσα τὸν σταυρὸν ἠκολούθησε τῶ Χριστῶ καὶ πράττουσα ἐδίδασκε ὑπερορᾶν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ, ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτου», ὅπως τόσο ὡραῖα λέει τὸ ὁσιακό της ἀπολυτίκιο.
Ἀκολούθησε τὰ βήματα τοῦ Χριστοῦ στὴν ἔρημο τῆς νηστείας, τῆς προσευχῆς καὶ τῆς σκληρὀτατης ἀσκήσεως. «Ὑπομένουσα», λοιπόν, «ὑπέμεινε τὸν Κύριον»,[iii] καί, «διὰ τοὺς λόγους τῶν χειλέων Του» «ἐφύλαξε ὁδοὺς σκληράς»![iv] Κατήρδευσε τὴν ἔρημο μὲ τὶς ροὲς τῶν δακρύων της καὶ μὲ τοὺς ἐκ βάθους καρδίας στεναγμούς της ἐκαρποφόρησε ἑκατονταπλασίως τοὺς κόπους τῆς θυσιαστικῆς ἀσκήσεως. «Ἐβραγχίασε», κατὰ τὸ ψαλμικόν, «ὁ λάρυγξ» της,[v] καθὼς ἔκραζε κι ἐβοοῦσε νυχθημερὸν πρὸς τὸν Κύριο νἀ συγχωρήσῃ τὴν ἁμαρτία της καὶ νὰ χαρίσῃ στὴν ἴδια καὶ στὸν κόσμο ὅλο τὸ μέγα Του ἔλεος. Τὸ ὄνομα τοῦ νέου, τοῦ μόνου πλέον, τοῦ νόμιμου, τοῦ πανάμωμου καὶ καθαρώτατου καὶ πανάγιου ἐραστοῦ της, δηλαδὴ τοῦ Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Ἐσταυρωμένου Ἔρωτος τῆς Ἐκκλησίας, ἔγινε ἕνα μὲ τὴν ἀναπνοή της!
Ἦταν μιὰ ἄσβεστη λαμπάδα τῆς ἀδιἀλειπτης καὶ νοερᾶς προσευχῆς! Μιὰ ἀναμμένη φλόγα, ἕνας ἄσβεστος πυρσὸς καρδιακῆς εὐχῆς. Ἀλλὰ στὴν προσευχὴ συμμετεῖχε καὶ τὸ σῶμα της, μὲ τὴ σκληρή, τὴν ἀνελέητη ἄσκησι! Ἐθανάτωσε τὸ φρόνημα τῆς σαρκός, κατὰ τὴν προτροπὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου: «Ἀποκτείνωμεν τὸ φρόνημα τῆς σαρκός, τὸ μὴ δυνάμενον ὑποταγῆναι τῶ νόμῳ τοῦ Θεοῦ, ἵνα τὸ φρόνημα τοῦ πνεύματος ἰσχυρὸν ἡμῖν ἐγγένηται, δι΄ οὗ ζωὴ καὶ εἰρήνη περιγίνεσθαι πέφυκε».[vi] «Τὰ γόνατά» της, κατὰ τὸ ψαλμικόν, «ἠσθένησαν ἀπὸ νηστείας καὶ ἡ καρδία της ἠλλοιώθη δι΄ ἔλαιον».[vii] Ἐστέγνωσε σὰν σταφὶδα κι ἔλειωσε τὸ σῶμα της, ἔμεινε μονάχα ἕνας σκελετὸς περιβεβλημένος μὲ ἐπιδερμίδα, ἀνέπτυξε ἀφύσικη τριχοφυΐα, ἡ ὁποία ἀναπλήρωνε κάπως τὴν ἔλλειψι ἐνδύματος, ἔλαβε ὄψι ἀλλόκοτη, ὡσὰν ἀγριοπούλι.
Ἔγινε «ὡσεὶ νυκτικόραξ ἐν οἰκοπέδῳ».[viii] Νήφουσα ἐν πᾶσι, κατὰ τὴν ἀποστολικὴ προτροπή,[ix] ἐτηροῦσε τὴν καθαρότητα τοῦ νοὸς καὶ τῆς καρδιᾶς καὶ ἐβίωνε νυχθημερὸν καὶ στὸ ἔπακρο τὸ κατὰ Θεὸν ἅγιο πένθος. Μὲ αὐτὰ ὅμως κατέστησε ἰσχυρὸ τὸ φρόνημα τοῦ πνεύματος καὶ ἐμάχετο γενναίως καὶ ἀνδρείως ἐναντίον τῶν παθῶν, τὰ ὁποῖα ὁ διάβολος προσπαθοῦσε νὰ ἀναζωπυρώσῃ στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς της. Διότι βέβαια ὁ μισόκαλος καὶ ἀπ΄ ἀρχῆς ἀνθρωποκτόνος βύθιος δράκων, ὅταν βλέπῃ κάποιον ν΄ ἀγωνίζεται φιλότιμα καὶ συστηματικὰ τὸν καλὸ τῆς μετανοίας ἀγῶνα, δὲν κάθεται δίπλα του κάνοντας πρὸς χάριν του κομποσχοίνι, ἀλλ΄ ἀγωνίζεται λυσσωδῶς εἴτε νὰ τὸν ἐπιστρέψῃ ξανὰ στὸν προηγούμενο βίο τῆς ἁμαρτίας, εἴτε νὰ τὸν ὁδηγήσῃ σὲ πλάνη καὶ φαντασίες ψυχοκτόνες, εἴτε νὰ τὸν σπρώξῃ στὴν ἀπόγνωσι καὶ ἀπελπισία καὶ οὕτως ἤ ἄλλως νὰ τὸν καρπωθῆ ὡς κέρδος στὸ πῦρ τὸ ἐξώτερον, τὸ ἑτοιμασμένο γιὰ τὸν ἴδιο καὶ τοὺς σκοτεινοὺς καὶ ἀκαθάρτους ἀγγέλους του, δηλ. τοὺς δαίμονες.
Ἀλλὰ μὲ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ ἡ Μαρία, ἀνήκουσα πλέον ὁλοκληρωτικὰ στὸ Χριστό, «ἐσταύρωσε», κατὰ τὸν Ἀπόστολο, «τὴν σάρκα σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις»,[x] ἐνέκρωσε, ἤ μᾶλλον ἐμεταμόρφωσε κατὰ Θεόν, καὶ ὁπωσδήποτε μὲ τὴν ἀμέριστη δική Του βοήθεια καὶ χάρι, τὰ ἀνθρώπινα πάθη. «Ἔρημον οἰκήσασα τῶν σῶν παθῶν τὰς εἰκόνας ἐκ ψυχῆς ἀπήλειψας, τὸ θεοειδέστατον ἐξεικόνισμα ἐν ψυχῆ γράψασα, ἀρετῶν ἰδέας»,[xi] σημειώνει ἕνα τροπάριο. Στὸν πνευματικὸ ἀγῶνα τῆς Μαρίας κεντρικὴ θέσι εἶχε ἡ κάθαρσις τῆς φαντασίας.
Τὰ ἐξωτερικὰ ἐρεθίσματα καὶ ἡ πρακτικὴ ἐργασία τῆς ἁμαρτίας ἐντυπώνουν στὴν ψυχὴ εἰκόνες πονηρὲς, φαντασιώσεις ἀκάθαρτες, οἱ ὁποῖες μολύνουν τὸν ἔσω ἄνθρωπο καὶ τὸν κάνουν εὐόλισθο στὴν ἁμαρτία. Γλυκαίνουν τὸν λογισμό, ἐκθηλύνουν τὸ φρόνημα καὶ ἀποχαυνώνουν τὶς ψυχικὲς δυνάμεις, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ γλιστράει εὔκολα ὁ ἄνθρωπος στὴν ἁμαρτία ξανὰ καὶ ξανά. Ἡ φαντασία καθαρίζεται μὲ τὴν «τήρησιν» τοῦ νοός, ἡ ὁποία πετυχαίνεται μὲ τὸν περιορισμὸ τῶν ἐξωτερικῶν (διὰ τῶν αἰσθήσεων) ἐρεθισμάτων, μὲ τὴν νῆψι, τὴ μελέτη τοῦ θείου λόγου, τὴν προσοχή, τὴν πρακτικὴ τήρησι τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή.
Καὶ τότε εἰσέρχονται, μὲ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ, καὶ τυπώνονται στὴν ψυχὴ οἱ «ἰδέες» τῶν ἁγίων ἀρετῶν, ποὺ εἶναι ἀντίθετες στὰ πάθη. Καὶ ἐπειδὴ πίσω ἀπὸ κάθε ἀρετὴ κρύβεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, Ἐκεῖνος εἶναι πιὰ τὸ περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς καὶ τὸ ἀντικείμενο τῆς ἐσωτερικῆς ὁράσεως καὶ τοῦ ἀσίγαστου πόθου τοῦ καλοῦ ἀγωνιστοῦ τῆς μετανοίας. Αὐτὸ ἀκριβῶς συνέβη στὴν πρώην ἄσωτη Μαρία, ποὺ ἔγινε πιὰ ὄχι ἁπλῶς σώφρων, ἀλλὰ παρθενικώτατη νύμφη τοῦ Χριστοῦ!
«Ὦ ἀλλοιώσεως σεπτῆς, τῆς πρὸς τὸ κρεῖττον σου μεταθέσεως, σεμνή!», ψάλλει θαυμάζοντας ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος, «ὦ πόθου θεϊκοῦ μισήσαντος τὰς σαρκικὰς ἡδονάς! ὦ πίστεως ζεούσης καὶ θείας, πανεύφημε Μαρία!, ἥν πιστῶς εὐφημοῦμεν καὶ ὑπερυψοῦμεν, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».[xii] Μὲ αὐτὸ τὸν θεϊκὸ πόθο καὶ τὴν ζέουσα πίστι, ἡ Μαρία ἀλλοιώθηκε ὁλότελα: ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸ παρὰ φύσιν, ποὺ εἶναι ἡ κατάστασις τῆς ἁμαρτίας, στὸ κατὰ φύσιν τῆς ἁγνότητος καὶ καθαρότητος, καὶ ἔφθασε μέχρι τὸ ὑπὲρ φύσιν, ποὺ εἶναι ὁ ἁγιασμός καὶ ἡ θεοπτεία!
Διότι μόνο ἔτσι, μὲ τὸ ὅτι δηλαδὴ ἔφθασε στὴν θεοπτεία, ἔβλεπε τὸ ἄκτιστο φῶς τοῦ Χριστοῦ, λουζόταν κι ἔλαμπε ὅλη ἀπὸ τὸ ἄκτιστο φῶς, ἐθερμαινόταν, ἐφωτίζονταν, ἐτρεφόταν πνευματικὰ καὶ ηὔξανε σὲ ἐμπειρία θεώσεως ἀπὸ αὐτὸ τὸ θεῖο καὶ ἄκτιστο φῶς, μπορεῖ νὰ ἑρμηνευθῆ τὸ πῶς ἔζησε ἐπὶ σαρανταεφτὰ ὁλόκληρα χρόνια, ὁλομόναχη μέσα στὴν ἀπαράκλητη ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου, τὴν ἀγωνία τῆς Γεθσημανῆ, τὴν κάμινο τοῦ Σταυροῦ καὶ τὴ νέκρωσι τῆς σαρκός! Ὁ Θεὸς ποὺ δέχεται τὴν μετάνοια τοῦ ἁμαρτωλοῦ τὴν ἀξίωσε ἐμπειριῶν, ποὺ μόνο ὑπὸ τὸ Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως καὶ ὅσων οἱ τρεῖς Ἀπόστολοι, Πέτρος, Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης, μαζὶ μὲ τὸν Μέγα Μωυσῆ καὶ τὸν Προφήτη Ἠλία, ἐβίωσαν στὸ Θαβώρ, εἶναι δυνατὸν νὰ κατανοηθοῦν! Ἔτσι νικήθηκε εἰς τέλος ὁ διάβολος!
Ἡ τέως μαθήτρια, ὑποτακτική του καὶ δούλη του, μὲ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ, ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας, ἐνίκησε κατὰ κράτος τὸν δράκοντα – κατήσχυνε πανηγυρικῶς τὸν παλαμναῖο - ἐθεάτρισε τὶς μεθοδίες του – διέλυσε τὶς μηχανές του, εἰς δόξαν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ εἰς διευκόλυνσιν δική μας στὸν καθημερινό μας ἀγώνα. Διότι πλέον δὲν ἔχουμε περιθώρια ἀπελπισίας, ἀλλ’ ἀντιθέτως ἔχουμε στὸ ἅγιο πρόσωπό της μιὰ ἄριστη δασκάλα τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος καὶ ἕνα βέλτιστο παράδειγμα μετανοίας καὶ εὐαρεστήσεως τοῦ Θεοῦ. Ἡ Μαρία εἶναι πλέον Ἀμμᾶς, δηλ. Μητέρα πνευματική, γιὰ ὅσους ἐπιθυμοῦμε νὰ τύχωμε σωτηρίας!
Πρὸς τὰ τέλη τοῦ βίου της, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Μεγ. Τεσσαρακοστῆς, συνέβη, κατ’ οἰκονομίαν Θεοῦ, νὰ πλησιάσῃ στὰ μέρη ποὺ ἀσκήτευε ἡ πολύαθλη κόρη τῆς μετανοίας, ἕνας διαπρεπὴς καὶ ἅγιος ἀσκητής, ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, «ὁ μέγιστος ἐν πατράσι καὶ σοφός»,[xiii] πρὸς ἀναζήτησι περισσότερης ἡσυχίας στὴ βαθύτερη ἔρημο, ὅπως συνήθιζαν νὰ κάνουν τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ οἱ ἀσκηταὶ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, κατὰ τὶς ὁδηγίες τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου. Τὸν Ζωσιμᾶ αὐτὸν ἡ μακαρία Μαρία ἐκάλεσε μὲ τὸ ὄνομά του!
Ὁ ἅγιος ἐκεῖνος ἄνδρας, τοῦ ὁποίου, ἄς σημειώσωμε παρενθετικῶς, ἡ μνήμη ἑορτάζεται στὶς 4 Ἀπριλίου, ἀντιλήφθηκε ἀμέσως ὅτι εἶχε μπροστά του ἕνα ἁγιασμένο σκεῦος ἐκτάκτου χάριτος τοῦ Θεοῦ, μιὰ θεοφόρο ψυχή, ἡ ὁποία εἶχε ἀποκτήσει σπουδαῖα χαρίσματα ἁγιοπνευματικὰ καὶ εἶχε πλησιάσει τὴν τελειότητα, καὶ τῆς ἐζήτησε νὰ τὸν εὐλογήσῃ καὶ νὰ τοῦ πῆ λόγο ὠφέλιμο πρὸς σωτηρίαν. Ἐκείνη, ἀπεναντίας, ἐζήτησε μὲ εὐλαβῆ ἐπιμονὴ τὴ δική του ἱερατικὴ εὐλογία, διότι ἐγνώρισε ὑπερφυῶς, μὲ διορατικὸ χάρισμα, ὅτι ἦταν ἱερεύς, παρὰ τὸ ὅτι αὐτὸς δὲν ἔφερε διακριτικὰ τῆς ἱερωσύνης, καὶ τοῦ ἔκαμε γενικὴ ἐξομολόγησι τοῦ βίου καὶ τῆς πολιτείας της, μὲ κρουνοὺς δακρύων. Τοῦ ἐζήτησε μάλιστα νὰ συναντηθοῦν ξανὰ τὸ ἑπόμενο ἔτος στἠν ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου καὶ νὰ φέρῃ τὰ Ἅγια Μυστήρια γιὰ νὰ τὴν κοινωνήσῃ.
Ὄντως, τὸ ἑπόμενο ἔτος ἔφθασε ὁ ἱερὸς Ζωσιμᾶς στὸν Ἰορδάνη μὲ τὴν Θεία Κοινωνία. Ἡ Μαρία τὸν εἶδε ἀπὸ ἀπέναντι, ἔκαμε τὸν σταυρό της, περπάτησε πάνω στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνου σὰν νὰ ἦταν ξηρά, ὅπως κάποτε ὁ Χριστὸς εἶχε περπατήσει πάνω στὴ θάλασσα! Διέβη κατ’ αὐτὸ τὸν θαυμαστὸ τρόπο τὸν ποταμὸ καὶ ἦλθε πρὸς τὸν Ὅσιο. Ἐκοινώνησε τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου, «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον», εἶπε τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Θεοδόχου: «Νῦν ἀπολύεις τὴν δούλην Σου Δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμα Σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν Σου κ.λπ» κι ἔφυγε ἀπὸ προσώπου τοῦ ἱερομονάχου, παρακαλώντας τον νὰ ξαναπάῃ τὸν ἑπόμενο χρόνο.
Ὅταν ἐκεῖνος ξαναπῆγε, εἶδε κι ἔζησε πράγματα καταπληκτικά! Βρῆκε τὸ λείψανο τῆς ἐν τῶ μεταξὺ ἀποθανούσης (κοιμηθείσης ἐν Κυρίῳ, εἶναι σωστότερο νὰ ποῦμε), Ὁσίας, κατακείμενο σὲ κόσμια καταστολή, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα στὸ στῆθος καὶ τὸ πρόσωπο γυρισμένο πρὸς τὴν Ἀνατολή. Δίπλα, στὸ χῶμα, ἦταν χαραγμένα τὰ γράμματα: «Πάτερ Ζωσιμᾶ, θάψε ἐδῶ τὸ σῶμα τῆς ταπεινῆς Μαρίας. Ἀπόδοσε στὸ χῶμα ὅ,τι τοῦ ἀνήκει, ἀφοῦ προσευχηθῆς γιὰ μένα. Ἀπέθανα τὴν 1η Ἀπριλίου, τὸ ἴδιο βράδυ τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ μὲ ἐκοινώνησες τὰ Ἄχραντα Μυστήρια».
Ἐπὶ ἕνα ὁλόκληρο χρόνο ἡ φθορὰ σεβάσθηκε τὸ τίμιο λείψανο τῆς μεγάλης Ἁγίας πρὸς δόξαν Θεοῦ καὶ στηριγμὸ τοῦ ἁγίου Ζωσιμᾶ, ἀλλὰ καὶ ἡμῶν. Ἐκεῖ ποὺ ὁ Ὅσιος σκεφτόταν πῶς νὰ σκάψῃ, διότι δὲν εἶχε μαζί του σκαπτικὰ ἐργαλεῖα κι ἔπρεπε νὰ πορευθῆ εἴκοσι ἡμερῶν δρόμο μέχρι τὸ Μοναστήρι του γιὰ νὰ φέρῃ, ἦλθε ἕνα λιοντάρι, τὸ ὁποῖο ἀφοῦ ἔγλειψε τὰ ἄκρα τῶν ποδιῶν τῆς Ἁγίας, ἔσκαψε μὲ τὰ νύχια του ἕναν λάκκο, ὅπου καὶ τὴν τοποθέτησε ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, καὶ πάλι τὸ λιοντάρι ἀνέλαβε νὰ τὴν καλύψῃ μὲ χῶμα. Θὰ ποῦν ἴσως οἱ ὀρθολογιστές: -Μὰ συμβαίνουν αὐτά; Δὲν εἶναι λίγο ὑπερβολικά, λίγο μυθικά; Ἀπαντοῦμε: Πάντοτε ἰσχύει ἡ ἀρχή: «Θεὸς ὅπου βούλεται νικᾶται φύσεως τάξις!»[xiv]. Στὴν Πίστι ὑπάρχει τὸ θαῦμα! Ὁ πιστὸς δὲν ἐκπλήσσεται, διότι ζῆ μέσα στὸν χῶρο τοῦ θαύματος πάντοτε. Δέχεται τὸ θαῦμα καὶ τὸ χαίρεται, στηριζόμενος ἀπὸ τὴν ἔκτακτη ἐπέμβασι τῆς Χάριτος, καὶ δοξάζει τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος ἐπενέβη θαυμαστῶς.
Ἀλλ’ ἐν προκειμένῳ ὑπάρχει καὶ κάτι ἄλλο. Ἡ μακαρία Μαρία, μὲ τὴ βαθειά της μετάνοια, καὶ τὴν πολλὴ πρὸς τὸν Θεὸ ἀγάπη της, καὶ τὸν φιλότιμο, μέχρις ἀληθινοῦ μαρτυρίου, ἀγῶνα της, εἶχε φθάσει, μὲ τὴ χάρι Θεοῦ, στὴν προπτωτικὴ ἐκείνη κατάστασι, τότε ποὺ καὶ τὰ θηρία ἦσαν φιλικὰ πρὸς τοὺς Πρωτοπλάστους, διότι δὲν ὑπῆρχε στὴ μέση ἡ ἁμαρτία μας, ἡ ὁποία καὶ τὰ ζῶα ἀγρίεψε καὶ τὰ ἔφερε σὲ ἔχθρα πρὸς τὸν ἄνθρωπο, καὶ τὴν κτίσι ὅλη ἔκαμε νὰ συνοδύνῃ καὶ νὰ συστενάζῃ μὲ τὸν παραβάτη τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ!
Αὐτὴ περίπου εἶναι ἡ εἰκόνα ἑνὸς προσώπου, τὸ ὁποῖο ἀφοῦ ἐθήτευσε δεινῶς στὴν ἁμαρτία, εὐαρέστησε κατόπιν τὸν Θεὸ διὰ τελείας καὶ ὑποδειγματικῆς μετανοίας καὶ χαριτώθηκε πλούσια, κατ’ ἐφαρμογὴν τοῦ «οὗ δὲ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις».[xv] Κι ἐπειδὴ ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί, «πολλὰ γὰρ πταίομεν ἅπαντες»,[xvi] ἐν λόγῳ, ἐν ἔργῳ, ἐν διανοίᾳ, καθημερινῶς, προδήλως ἤ λανθανόντως, ἄλλοτε θεληματικὰ καὶ ἄλλοτε ἀθέλητα, καὶ κινδυνεύουμε ἔτσι τὴν ἀπὸ τοῦ γλυκυτάτου Κυρίου μας φριχτὴ καὶ αἰώνια διάστασι, καὶ ἐπειδὴ «δεινὸν ἡ ραθυμία, μεγάλη ἡ μετάνοια», καλὸ θὰ ἦταν νὰ μιμηθοῦμε κατὰ δύναμιν τὴν Ἁγία Μαρία καὶ νὰ προσπέσωμε ἐδαφιαίως στὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, καὶ νὰ Τὸν παρακαλέσωμε, νὰ μᾶς ἀξιώσῃ, μὲ τὶς εὐχὲς καὶ ἱκεσίες τῆς πρώην μαχλάδος[xvii] καὶ ἤδη πανσέμνου Αἰγυπτίας, νὰ βάλωμε ἐγκαίρως ἀρχὴ μετανοίας, πρὸς σωτηρίαν!