Xριστούγεννα στο γηροκομείο της Λερου

 

Φέτος αποφάσισα να αντιγυρίσω στον Θεό την μεγάλη αγάπη που μου έχει

και έτσι οδήγησα τα βήματα μου στον τόπο που φοβόμουνα πάρα πολύ:

Τα γηρατειά, την μοναξιά και τον επερχόμενο θάνατο. Καθώς ανέβαινα την εσωτερική σκάλα που οδηγεί στο σαλόνι του επάνω ορόφου για να προσφέρω

τις υπηρεσίες μου εθελοντικά, -ούτως η άλλως η ανεργία δεν βελτιώνεται- στάθηκα για μια στιγμή και κοίταξα όλες αυτές τις ψυχές του Θεού πριν φθάσω κοντά τους…δεν ήταν οι χαριτωμένες γιαγιάδες που συναντώ κάθε μέρα και λέμε αστεία και ιστορίες για την εποχή που μεγαλουργούσαν όλες με την ομορφιά τους, τον πλούτο τους,  την νοικοκυροσύνη τους, τον ερωτισμό τους και τα περίφημα ιταλικά τους…

Οι περισσότερες είχαν σκυμμένο κεφάλι μαζεμένο στον εαυτό, άλλες βλέμμα να πλανιέται απροσδιόριστα έξω από το παραθύρι και όλες μα όλες αμίλητες.

 

Κοινός σύνδεσμος μια απωθητική τηλεόραση, που κανείς δεν ενδιαφέρεται γι αυτήν και ποτέ δεν την προσέχει. Αυτή η τηλεόραση μιλούσε μόνη της και άκουγε μόνον αυτή τον εαυτό της. Το τοπίο αλλάζει αυτόματα μόλις εμφανίζεται κάποιος άνθρωπος

που πηγαίνει να τις κάνει παρέα. Εμένα αυτή η εργασία μου έχει ανατεθεί από τον υπεύθυνο του γηροκομείου. Στην αρχή θεωρούσα ότι αφού δεν μαγειρεύω και δεν σιδερώνω και δεν πλένω τα υπερήλικα άτομα, δεν κάνω τίποτε αξιέπαινο. Εγώ κάνω μόνο παρέα και όταν μπορώ και λίγη διακόσμηση, έτσι να ομορφύνω τον χώρο να τον κάνουμε λιγότερο ίδρυμα φτωχό, ξεχασμένο από το προνοιακό ελληνικό κράτος που καταρρέει,  ξεχασμένο και από την φιλανθρωπία των πολλών εχόντων και κατεχόντων.

Μόλις λοιπόν εμφανίζομαι, τα κεφάλια σηκώνονται, οι γλώσσες δραστηριοποιούνται και αρχίζει ένα ξέφρενο πανηγύρι για γέλια και για κλάματα. Όλες θέλουν να μιλήσουν, κάποιες αποκτούν τον απαραίτητο δυναμισμό που έχουν οι άνθρωποι που θέλουν να κρατηθούν στην ζωή και αρχίζουν να ειρωνεύονται μεταξύ τους να περιπαίζουν η μια την άλλη και φυσικά σαν παιδιά να τσακώνονται και αμέσως να ζητούν συγγνώμη. Τα πρώην μαραμένα φυτά, αναζωογονούνται από την παρουσία του νέου επισκέπτη από την ζωή που κουβαλάει και ζεί ο ίδιος εκτός γηροκομείου και αρχίζουν να κινούνται συναισθηματικά, διανοητικά όπως ο καθένας μπορεί.

 

Όλο αυτό γίνεται μια ασύλληπτη επανατροφοδότηση για μένα. Γίνομαι κι εγώ μέρος της παρέας, παίρνω αφάνταστα μεγάλη δύναμη από την συντροφιά  της κάθε μιας ξεχωριστά αλλά και της πρωτότυπης και ιδιόρρυθμης κοινωνίας που φτιάχνουν όλες μαζί. Ακούω θαυμαστές ιστορίες για αλλοτινούς καιρούς, διηγούνται μιαν άλλη Λέρο

που εγω δεν γνώρισα. Φυσικά και τα οργανικά προβλήματα η άνοια, η μερική μνήμη,

δεν βοηθά την έκφρασή τους,  αλλά αφήγηση και τραγούδι συμπληρώνονται από το χαμόγελο του προσώπου από λέξεις που για μένα είναι άγνωστες ξεχασμένες, και από μια ζωηρότητα κινήσεων και βλέμματος που μόνον αυτές διαθέτουν. Είναι άνθρωποι άλλων καιρών με έμπνευση και πρωτοτυπία αρκεί να υπάρχει η σπίθα που θα ανάψει την συζήτηση η το τραγούδι.

 

Υπάρχει και ο παραλογισμός, η λεκτική αφασία, η φτώχεια της γλώσσας όταν επιμένουν συνέχεια στην ίδια έκφραση…θέλω να φάω και να πάω σπίτι στην μαμά μου…κολλημένα, επαναλαμβανόμενα, που συναντά την ειρωνεία των υπολοίπων…ποια μαμά σου βρε και ποιο σπίτι της…αλλά ακόμη κι αυτό όλο το σκηνικό μοιάζει πολύ τρυφερό και πολύ θεατρικό. Και πάλι είναι όλες μαζί,

 

μακρυά από τους δικούς τους ανθρώπους από τα παιδιά που γέννησαν και τους αγαπημένους συγγενείς. Και είναι εκπληκτικό ότι ποτέ δεν γογγύζουν και δεν λένε καμμιά πικρή κουβέντα για τους απόντες. Δικαιολογούν τους πάντες και είναι ευγνώμονες για ό,τι τους προσφέρεται. Μπορεί να βρίζονται μεταξύ τους χαριτολογώντας αλλά αυτό είναι κάτι απαραίτητο για να επιβιώσουν. Δεν τους βοηθάει και πολύ το μυαλό να αναπτύξουν συζητήσεις. Και έτσι αρκούνται να φτιάχνουν μεταξύ τους μιαν ατμόσφαιρα πειραγμάτων και παιχνιδιού.

 

Είναι άνθρωποι άλλου καιρού, αξιοπρεπείς! Και γω για να μάθω την αληθινή και ουσιαστική ευγένεια πήγα εκεί. Πήγα για να πάρω και πάλι αχόρταγα…αγάπη θεού.

 

 

Καλά χριστούγεννα από μια ανώνυμη εθελόντρια.
 
 
  
 
 
Κάλαντα από παιδιά του Νηπιαγωγείου Παντελίου, μαθητές και μαθήτριες του 2ου Γυμνασίου Λακκίου και τους στρατευμένους μας