«Του Σωτήρος, τους υπηρέτας εν ύμνοις τιμήσων με»
Η παγκόσμιος ιστορία δεν παρουσιάζει άλλο παράδειγμα αυταπάρνησης και αυτοθυσίας ανθρώπων, που ζητούσαν τον θρίαμβο της ιδέας δια την οποία αγωνίστηκαν, τον θρίαμβο του Χριστιανισμού, υπέρ του οποίου αγωνίστηκαν καθʼ όλη την ζωή τους, αλλά και κάθε αναπνοή τους ήταν συνεχής θυσία και μαρτύριο από τους αποστόλους.
Επί είκοσι συνεχή έτη, από το 45 – 65, μέσα από μύριους κινδύνους γύριζαν κηρύττοντες την αληθινή πίστη στον εσταυρωμένο, αναστημένο και αναληφθέντα στους ουρανούς μέγα διδάσκαλό τους. Ο λόγος, η μαρτυρία και η επιμονή των θεοκηρύκων Αποστόλων, καταρρίπτει ναούς και βωμούς και καθαρίζει το πρόσωπο της γης από τις αναρίθμητες δεισιδαιμονίες και μωρές ονειροπολήσεις της ειδωλολατρίας και του Ιουδαϊσμού.
Πανταχού στον τότε γνωστό κόσμο, οι απλοί μάρτυρες του Θείου Λόγου, εν μέσω κακουχιών, στερήσεων και διωγμών, διαλαλούσαν τα σωτήρια δια τον άνθρωπο ρήματα της αιωνίου ζωής και γίνονται οι κατʼ εξοχήν κήρυκες της Χριστιανικής αληθείας και πίστεως.
Έτσι, με την χάρη του Παναγίου Πνεύματος, οι Θεοκήρυκες Απόστολοι γίνονται μοναδικοί φορείς και γεωργοί αριστοτέχνες, στο γεώργιο του Κυρίου, και διακηρύττουν ελευθερία, δικαιοσύνη, φιλανθρωπία, χριστιανική αγάπη και όλες εκείνες τις υψηλές χριστιανικές διδασκαλίες με τις οποίες ο άνθρωπος της κάθε εποχής δύναται να γνωρίσει την αλήθεια, το φώς, και την ζωή, τον μόνο αληθινό Θεό.
Βεβαίως, τα πάγχρυσα στόματα του θείου Λόγου και πρόμαχοι της αληθείας διήλθαν «εν μέσω παγίδων πολλών», εν μέσω κοινωνίας και κόσμου διεφθαρμένου, και σκληρού, αλλά δια του υψηλού εν Αγίω Πνεύματι και ιδιάζοντος κατά τόπους κηρύγματός τους εξάγνιζαν, εξευγένιζαν, φώτιζαν και ψυχές, που ευρίσκοντο έως τότε «εν χώρα και σκιά θανάτου και εν μέσω παγίδων πολλών».
Το κήρυγμα των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου και των Δώδεκα στόχευαν απευθείας στον έσω άνθρωπο, και ήταν και είναι διαχρονικό. Γέμιζαν ευθύς τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου και αφού κέντρο είχαν πάντοτε την παγκόσμιο αγάπη και ισότητα των ανθρώπων, σαγήνευαν τους πάντες κι έτσι, «χάριτι θεία», κατόρθωναν να έχουν κοντά τους όλους εκείνους τους ανθρώπους, όλους εκείνους τους πονεμένους, πού ζητούσαν να γνωρίσουν κάτι το καλύτερο, κάτι αληθινό, το σωτήριο.
Οι Άγιοι Απόστολοι, εν μέσω παγίδων πολλών, με το αυθόρμητο κήρυγμά τους, πού ήταν κήρυγμα σωτηρίας για τον πλανημένο και ειδωλολάτρη, γνωστό τότε κόσμο, αλλά συγχρόνως ήταν και κήρυγμα δια κοινωνικής αποκατάστασης του κατʼ εικόνα Θεού ανθρώπου, ήταν και κήρυγμα δια το παρατεινόμενο εν τη Εκκλησία Χριστό.
Και ως νέο φιλοσοφικό σύστημα δια τον τότε γνωστό κόσμο, το κήρυγμα των Αποστόλων παρέχει την λύση των μεγάλων προβλημάτων του κόσμου, της τότε εποχής, κι έτσι ως θρησκεία της αγάπης παρηγορούσε τις πονεμένες και ταλαιπωρημένες ψυχές και το σπουδαιότερο φέρει την ισότητα μεταξύ ανδρός και γυναικός.
Αγαπητοί μου αδελφοί,
Το κήρυγμα των Αποστόλων είναι και σήμερα δια τον άνθρωπο αυτής της ταλαιπωρημένης εποχής, το αυτό. Και σήμερα οι Θεοκήρυκες Απόστολοι καλούν με την αυτή αγωνία τους, που καταγράφεται στα Τέσσαρα Ευαγγέλια, Ματθαίου-Μάρκου-Λουκά και Ιωάννου, στις Πράξεις των Αποστόλων, τις δεκατέσσαρες επιστολές του Παύλου, δύο επιστολές του Πέτρου, μία επιστολή του Ιακώβου, τρείς επιστολές του Ιωάννου, μία επιστολή του Ιούδα και τέλος το Βιβλίο της Αποκάλυψης, δια των οποίων καλείται ο άνθρωπος της κάθε εποχής, να γίνει μιμητής Εκείνου, του Εσταυρωμένου και Αναστάντος Ιησού.
Ο άνθρωπος αυτής της εποχής έχει ανάγκη να γνωρίσει εκ του σύνεγγυς Εκείνον πού έγινε άνθρωπος δια να σώσει τον άνθρωπο. Οι θείοι απόστολοι καλούν δια του κηρύγματός τους, χθές και σήμερα, το αυτό και εμάς να γίνουμε μιμητές τους, προκειμένου να ξεπεράσουμε όλες τις δυσκολίες αυτής της πρόσκαιρης και μάταιης ζωής, τα πάθη, τους εγωισμούς και προπάντων την αμαρτία, και καθαροί να ενωθούμε με Εκείνον που έκλινε ουρανούς και ήλθε στην γή, τον Σωτήρα και Λυτρωτή.
Οι απόστολοι, τα πάγχρυσα στόματα του Λόγου, τόνιζαν σταθερά ότι όποιος ζεί «εν Κυρίω» χαίρει πάντοτε την μυστική ένωση και κοινωνία με τον Χριστό. Διπλασιάζοντας μάλιστα τον λόγο του Αποστόλου των Εθνών Παύλου με την φράση «χαίρετε εν Κυρίω πάντοτε, πάλιν ερώ χαίρετε».
Σε μας τους χριστιανούς, η χαρά, η ειρήνη, η αγάπη έχουν άλλο νόημα και διαφορετικό περιεχόμενο απʼ αυτό που έχουν στην κοσμική ορολογία. Για εμάς η χαρά, η ειρήνη, η αγάπη, έχουν άλλο βάθος. Αυτό το βάθος το βρίσκει κανείς στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου.
Δια εμάς τους χριστιανούς, η χαρά, η ειρήνη, η αγάπη, έχουν βάθος διʼ αυτό και στην θλίψη υπάρχει χαρά και ο Απόστολος Παύλος μας λέγει «χαίρω εν τοις παθήμασί μου». Ο Χριστός δεν έχει καμία σχέση με την κακή χαρά του αμαρτωλού ανθρώπου.
Στη ζωή του χριστιανού πρέπει πάντοτε να κυριαρχεί το κάθε τι εν Χριστώ Ιησού, μη λησμονώντας ότι ο άνθρωπος στον κόσμο αυτό είναι «Οδίτης», δηλαδή διαβάτης, και ότι ο άνθρωπος κατευθύνεται στην «μέλλουσαν πόλιν» όπως λέγει προς την προς Εβραίους επιστολή του, ο των Εθνών Απόστολος, πού είναι η ουράνιος Πόλη.
Κι εμείς, σεβόμενοι τους κόπους, τους αγώνες εκείνων των Μεγάλων Αποστόλων και Θεοκηρύκων Διδασκάλων, ας ψάλλουμε μετά του υμνωδού της Εκκλησίας μας: «Συμφώνως τους θείους μαθητάς, και Αποστόλους Χριστού, τους τα ουράνια βροντήσαντας δόγματα, λειμώνας τους της πίστεως, τους ευεργέτας τους κοινούς της ανθρωπότητος, Σωτήρος του υπηρέτας εν ύμνοις τιμήσωμεν».
ΑΜΗΝ Ο Λ.Κ.Α.Π.