«Τι ποιήσω, ότι ουκ έχω που συνάξω τους καρπούς μου»
Αγαπητοί μου αδελφοί,
Στην σημερινή ευαγγελική περικοπή, ο Κύριος της αγάπης, ο χθες και σήμερα, ο αυτός και στους αιώνες, μας διδάσκει με την παραβολή του άφρονος πλουσίου, του ανθρώπου εκείνου που ευτύχησε να δεί τους αγρούς του να αποδίδουν πλούσια παραγωγή, την πλεονεξία.
Ο πλεονέκτης αυτός άνθρωπος, αντί να ευχαριστήσει τον Θεό για τα όσα αγαθά του έδωσε, και να χαίρεται ο ίδιος ότι του δόθηκε η ευκαιρία να γίνει καλός οικονόμος των αγαθών του Θεού, αρχίζει να βασανίζεται για το τι θα κάμει, προκειμένου να διασφαλίσει την μεγάλη σοδειά του.
Σκέπτεται και συσκέπτεται και ερωτά τον εαυτό του: «Τι να κάμω; Γιατί δεν έχω πού να συνάξω όλη τη σοδειά μου, την οποία θέλω να είναι όλη δική μου, να την απολαύσω εγώ μόνο και κανένας άλλος».
Και ενώ βρίσκεται ο πλεονέκτης αυτός πλούσιος άνθρωπος σε αμηχανία για το τί θα κάμει, βρίσκει μόνος του την λύση και μονολογεί: «Τούτο ποιήσω, καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω και συνάξω εκεί πάντα τα γεννήματά μου και τα αγαθά μου και ερώ τη ψυχή μου, ψυχή έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά, αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου».
Με αυτό τον τρόπο, με αυτή την σκέψη, μακάριζε ο δυστυχής και ταλαίπωρος άνθρωπος τον εαυτό του και γεμάτος από χαρά φανταζόταν το πόσο ωραία θα περάσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του εδώ κάτω στην γή.
Σε αυτή την ευφορία, σε αυτή την ευχάριστη κατάσταση που βρίσκεται ο άνθρωπος αυτός ακούει μια φωνή, την φωνή του Θεού, να του λέγει: «άμυαλε και ανόητε άνθρωπε, που στήριξες την ευτυχία σου και τα πλούτη σου μόνο στις απολαύσεις της κοιλιάς σου και νόμισες πως η μακροζωία σου εξαρτάται από τα πλούτη σου και όχι από εμέ, τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σού, ά δε ητοίμασας, τίνι έσται;». Παράφρων άνθρωπε, άπληστε και πλεονέκτη, αυτή την στιγμή έρχονται να σου πάρουν την ψυχή σου, αυτή την στιγμή πεθαίνεις, και τώρα, αυτά που ετοίμασες σε ποιόν θα τα αφήσεις; Πάνε τα πλούτη, πάνε οι σκέψεις, χάνεται και πάει για πάντα το «αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου».
Αυτό και μόνο κερδίζει ο άνθρωπος εκείνος που ζεί, σκέπτεται και φροντίζει μονάχα για το πώς θα αποκτήσει γήινα αγαθά του κόσμου τούτου, που σκέπτεται το πώς θα πλουτίσει με τα πρόσκαιρα υλικά αγαθά, και δεν ζητά, και δεν επιδιώκει να γεμίσει τις αποθήκες της ψυχής του με πλούτη πνευματικά, που είναι ατελείωτα, που είναι ουράνια, που είναι αγγελικά, που είναι σωτήρια για την ταλαιπωρημένη ψυχή του.
Ο άνθρωπος, όμως, που ζει και βιώνει την κατά Χριστόν ζωή και εμπνέεται από την αγάπη του Χριστού, «την πάντα νούν υπερέχουσα», κατά τον απόστολο Παύλο, ερωτά και λέγει: «Τι ποιήσω, τι να κάμω;». Και επάνω στην ερώτηση εκείνη οικοδομεί όλα τα έργα της αγάπης, της φιλανθρωπίας, της ελεημοσύνης και της αλληλεγγύης στον έχοντα την ανάγκη της βοήθειάς του, χωρίς μάλιστα να κάνει καμία διάκριση.
«Τι ποιήσω;» ερωτά ο ευσεβής και καλοκάγαθος άνθρωπος, και επί του ερωτήματος αυτού προσφέρει ανιδιοτελώς το δώρο της αγάπης του, όπου και από όπου του ζητηθεί, χωρίς να αναμένει ανταπόδοση καμιά.
«Τι ποιήσω;», ερωτά τον εαυτό του ο αληθινός Χριστιανός, και πράττει όσα η Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού του παραγγέλλει στο άγιο Ευαγγέλιο. Γιατί ο καλός και αγαθός άνθρωπος πιστεύει ότι η αγάπη δια τον Χριστιανό έχει απόλυτη αξία, όπως διακηρύττει ο θείος Παύλος: «μείζων και της πίστης και της ελπίδας η ΑΓΑΠΗ, και, η οποία ΑΓΑΠΗ, «πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει, η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει».
Η Εκκλησία του Ναζωραίου Χριστού, ως Εκκλησία χάριτος και ελέους, ορίζει ως βασικό καθήκον του ανθρώπου την ευεργετική δράση, γιατί με αυτήν ο άνθρωπος μιμείται και αντιγράφει τον ελεήμονα Θεό. Με τίποτε άλλο δεν λατρεύεται ο Θεός όσο με την αγάπη, την ευσπλαγχνία, την ελεημοσύνη, την φιλανθρωπία και την αλληλεγγύη. Ο Θεός είναι Θεός της αγάπης, της ευσπλαγχνίας, της ελεημοσύνης, της φιλανθρωπίας και της αλληλεγγύης.
Ο Κύριός μας, αντί όλων των ευεργεσιών, τις οποίες χορήγησε και χορηγεί στον «κατ’ εικόνα Θεού» άνθρωπο, ζητεί από τους ανθρώπους της κάθε εποχής, ένα και μόνο πράγμα, την φιλανθρωπία, «προ πάντων και αντί πάντων το φιλάνθρωπον», κατά τον Γρηγόριο τον Θεολόγο.
Ο Ιερός Χρυσόστομος με την σφοδρότητα του ύφους που τον διακρίνει, οσάκις προβάλλεται ως υπερασπιστής των πτωχών και αδυνάτων, μας λέγει επιγραμματικά: «ονειδίζω την απανθρωπίαν ως ρίζαν κακίας και πάσης ασεβείας και επαινώ την φιλανθρωπίαν ως ρίζαν πάντων των αγαθών».
Αγαπητοί μου αδελφοί,
Επειδή όλοι είμαστε αδελφοί εν Χριστώ Ιησού, και επειδή η Εκκλησία μας, η μία Αγία, Καθολική και Αποστολική, είναι Σώμα του Χριστού - κυρίως όμως, επειδή ο Χριστός έπαθε επάνω στο Σταυρό, υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας, από άπειρο αγάπη προς πάντα άνθρωπο - η μεγάλη αρετή της αγάπης, η οποία εμπνέεται από την φιλοθεΐα, προβάλλει ως επιτακτικό καθήκον, ως μόνιμο και ανεξόφλητο χρέος παντός ανθρώπου.
Ως εκ τούτου του γεγονότος, δεν πρέπει να διαφεύγει την σκέψη μας ότι διά της αγάπης «λαμβάνει μεν ο πένης, δανείζεται δε ο Θεός», κυρίως όμως ο άνθρωπος μιμείται του Δεσπότου την ευσπλαχνίαν και αποκτά την φιλάνθρωπο διάθεση προς τον «ομόδουλον» και συνεχίζει και αυτός κατά δύναμη το έργο του Φιλανθρώπου Θεού, όπως πολύ χαρακτηριστικά μας λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος.
Και ερωτάται ο άνθρωπος αυτής της συγχρόνου εποχής, η οποία διακρίνεται από τις ανθρώπινες θεωρίες: υπάρχει υψηλότερη και πνευματικότερη διατύπωση και εφαρμογή της κοινωνικής αλληλεγγύης από αυτήν την οποίαν διακηρύττει ο Θεάνθρωπος Ιησούς;
Και ο Χριστός καλεί όλους εμάς να γίνουμε φορείς αυτής της μεγάλης αγάπης, αυτής της μεγάλης αρετής της αλληλεγγύης.
Πολλάκις σήμερα γίνεται λόγος περί αλληλεγγύης· και ερωτάται ο νουνεχής άνθρωπος για ποία αλληλεγγύη γίνεται τόσος λόγος; Δια την αλληλεγγύη της θεωρίας και του νόμου; Μα το Άγιο Ευαγγέλιο, ο Λόγος του Θεού μας λέγει ότι ο πρώτος ο οποίος δίδαξε και διδάσκει ανά τους αιώνες κοινωνική αλληλεγγύη είναι ο Θεάνθρωπος Ιησούς.
Ο Μέγας Διδάσκαλος όλων των αιώνων, ο Κύριος της Δόξης Χριστός, στην σημερινή ευαγγελική περικοπή με τους αψευδείς λόγους του καταδικάζει την πλεονεξία και καλεί τον άνθρωπο, τον άνθρωπο της κάθε εποχής, και ιδιαιτέρα αυτής της εποχής, να γίνει φορέας αγάπης και αλληλεγγύης.
Ω! αδελφοί μου αγαπητοί,
Για να μην ακούσουμε και εμείς, ως ο άφρων πλούσιος της σημερινής ευαγγελικής περικοπής, το «άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου, α δε ητοίμασας τίνι έσται», ας πράττουμε έργα αγάπης και φιλανθρωπίας, έργα αλληλεγγύης, ευάρεστα στον Θεό και ας μην καταναλίσκουμε τον χρόνο μας μόνο για τα πρόσκαιρα και μάταια υλικά αγαθά του κόσμου τούτου, «όπου σής και βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι».
«Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω» μας λέγει Κύριος ο Θεός στην σημερινή ευαγγελική περικοπή. ΑΜΗΝ. Ο Λ.Κ.Α.Π.