«α ητοίμασας τινι έσται»
Αγαπητοί μου αδελφοί,
Ο Θεός πλούσιος σε αγάπη έδωκε πολλά αγαθά, στον πλούσιο της σημερινής ευαγγελικής περικοπής να ζήσει αυτός, αλλά και κοντά του να ζήσουν άνθρωποι πτωχοί, άνθρωποι που είχαν ανάγκη επιβίωσης.
Αλλά για τη μεγάλη αυτή ευτυχία πού έτυχε από τον δωροδότη Θεό, αντί να τον ευχαριστήσει και να τον δοξάσει για όσα του έδωκε αγαθά και να μιμηθεί την αγιότητα Αυτού, εισέρχεται σε μεγάλη φροντίδα και ανησυχία και ερωτά τον εαυτό του: «τι να κάμω; γιατί δεν έχω πού να συνάξω όλη τη σοδειά μου, την οποία θέλω να είναι όλη δική μου, να την απολαύσω εγώ μόνο και κανένας άλλος».
Ανησυχεί ο δυστυχής και ταλαίπωρος αυτός άνθρωπος, χάνει τον ύπνο του, στενοχωριέται και για χρόνο αρκετό σκέπτεται πως θα κατορθώσει να συγκεντρώσει και να αποθηκέψει για τον εαυτό του όλα τα αγαθά, «τι ποιήσω» λέγει.
Ω ! ανόητε τι να ποιήσεις, να γεμίσεις όλες σου τις αποθήκες να θεραπεύσεις όλες σου τις ανάγκες και τα περισσεύματα να τα μοιράσεις στους πτωχούς αδελφούς, γιατί αυτά που απέκτησες δεν είναι καρποί των κόπων σου, αλλά χαρίσματα της αγαθοεργίας του δωροδότη Θεού.
Μιμήσου άνθρωπε το έλεος του ευεργέτη σου και όπως ο Θεός φάνηκε προς εσένα ελεήμων, έτσι κι εσύ να φανείς προς τον πτωχό αδελφό σου, ελεήμων πού και αυτός θα έχει την σκέψη πώς να κυβερνήσει το σπίτι του, πώς να θρέψει τα παιδιά του. Παράφρων άνθρωπε, άπληστε και πλεονέκτη, άκουσε την φωνή της αλήθειας.
Αυτή την στιγμή έρχονται να σου πάρουν την ψυχή σου, αυτή την στιγμή πεθαίνεις, και τώρα, αυτά που ετοίμασες σε ποιόν θα τα αφήσεις; Πάνε τα πλούτη, πάνε οι σκέψεις, χάνεται και πάει για πάντα το «αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου». Αυτό και μόνο κερδίζει, τον θάνατο, ο άνθρωπος εκείνος που ζει, κινείται, σκέπτεται και φροντίζει μονάχα για το πώς θα αποκτήσει τα γήινα αγαθά του κόσμου τούτου πού σήμερα υπάρχουν και αύριο χάνονται,- «πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα, σκιά» κατά τον Ιερό Δαμασκηνό - και δεν ζητά και δεν επιδιώκει να γεμίσει τις αποθήκες της ψυχής του με πλούτη πνευματικά, που είναι ατελείωτα, που είναι ουράνια, που είναι αγγελικά, που είναι σωτήρια για την ταλαιπωρημένη ψυχή.
Ο άνθρωπος, όμως, που ζεί και βιώνει την κατά Χριστό ζωή και εμπνέεται από την αγάπη του Χριστού, «την πάντα νούν υπερέχουσα», κατά τον απόστολο Παύλο, ερωτά και λέγει: «τι ποιήσω, τι να κάμω;». Και επάνω στην ερώτηση εκείνη οικοδομεί όλα τα έργα της αγάπης, της φιλανθρωπίας, της ελεημοσύνης και της αλληλεγγύης στον έχοντα την ανάγκη της βοήθειάς του, χωρίς μάλιστα να κάνει καμία διάκριση.
«Τι ποιήσω;», ερωτά τον εαυτό του ο αληθινός Χριστιανός, και πράττει όσα η Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού του παραγγέλλει στο άγιο Ευαγγέλιο. Γιατί ο καλός και αγαθός άνθρωπος πιστεύει ότι η αγάπη δια τον Χριστιανό έχει απόλυτο αξία, όπως διακηρύττει ο θείος Παύλος: «μείζων» και της πίστης και της ελπίδας η ΑΓΑΠΗ.
Η Εκκλησία του Ναζωραίου Χριστού, ως Εκκλησία χάριτος και ελέους, ορίζει ως βασικό καθήκον του ανθρώπου την ευεργετική δράση, γιατί με αυτήν ο άνθρωπος μιμείται και αντιγράφει τον ελεήμονα Θεό. Ο Θεός είναι Θεός της αγάπης, της ευσπλαχνίας, της ελεημοσύνης, της φιλανθρωπίας και της αλληλεγγύης.
Ο Κύριός μας, αντί όλων των ευεργεσιών, τις οποίες χορήγησε και χορηγεί στον «κατ’ εικόνα Θεού» άνθρωπο, ζητεί από τους ανθρώπους της κάθε εποχής ένα και μόνο πράγμα : την φιλανθρωπία, «προ πάντων και αντί πάντων το φιλάνθρωπον», κατά τον Γρηγόριον τον Θεολόγο.
Ο Ιερός Χρυσόστομος με την σφοδρότητα του ύφους που τον διακρίνει, οσάκις προβάλλεται ως υπερασπιστής των πτωχών και αδυνάτων, μας λέγει επιγραμματικά: «ονειδίζω την απανθρωπίαν ως ρίζαν κακίας και πάσης ασεβείας και επαινώ την φιλανθρωπίαν ως ρίζαν πάντων των αγαθών».
Ο Μέγας Διδάσκαλος όλων των αιώνων, ο Κύριος της Δόξης Χριστός, στην σημερινή ευαγγελική περικοπή με τους αψευδής λόγους του καταδικάζει την πλεονεξία και καλεί τον άνθρωπο, τον άνθρωπο της κάθε εποχής, και ιδιαιτέρα αυτής της εποχής, να γίνει φορέας αγάπης και αλληλεγγύης και καλός οικονόμος των δωρεών του Θεού.
Αγαπητοί μου αδελφοί,
Ο Κύριος, δια να επιστήσει την προσοχή και σε εμάς σήμερα, μήπως και εμείς περιπέσουμε στην αφροσύνη, και στην πλεονεξία του άφρονος πλούσιου, έκλεισε την παραβολή με το συγκλονιστικό δίδαγμα «άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου, α δε ητοίμασας τίνι έσται;».
Ας πράττουμε, λοιπόν, αδελφοί μου, έργα αγάπης και φιλανθρωπίας, έργα αλληλεγγύης, ευάρεστα στον Θεό και ας μην καταναλίσκουμε τον χρόνο μας μόνο για τα πρόσκαιρα και μάταια υλικά αγαθά του κόσμου τούτου, «όπου σής και βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται διορίσουσι και κλέπτουσι».
«Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω» μας λέγει Κύριος ο Θεός στην σημερινή ευαγγελική περικοπή.
ΑΜΗΝ. Ο Λ.Κ.Α.Π.