Αγαπητοί μου αδελφοί, χαίρετε εν Κυρίω Ιησού.
Είναι γεγονός, αδελφοί μου ότι μία από τις συνέπειες της αμαρτίας είναι ο φόβος απέναντι του Θεού Πατρός, Όστις τα πάντα βλέπει και λυπάται, όταν ο κατ’ εικόνα Θεού άνθρωπος, τέλειο των δημιουργημάτων του είναι δέσμιος των παθών του.
Ο δαιμονιζόμενος συνήλθε, ανέπνευσε και κατάλαβε ότι πλέον απαλλάχτηκε από την δαιμονική τυραννία που τον βασάνιζε τόσα χρόνια.
Η καρδιά του πλημμύρισε από ευγνωμοσύνη προς τον ευεργέτη του, και εάν οι δαίμονες «προσέπεσαν» στο Χριστό με τρόμο και φόβο, αυτός προσκύνησε τον ευεργέτη του και με δάκρυα μετανοίας παρακαλούσε τον Κύριο να τον πάρη μαζί του.
Και ο ετάζων καρδίας και νεφρούς ο Κύριος των κυριεύντων και Βασιλεύς των βασιλευόντων του είπε: «υπόστρεφε εις τον οίκον σου και διηγού όσα εποιησέ σοι ο Θεός». Και ο Ιερός Ευαγγελιστής Λουκάς προσθέτει, ότι όντως εκείνος «απήλθεν όλην την πόλιν κηρύσσων όσα εποίησεν αυτώ ο Ιησούς».
Προηγουμένως με το στόμα του ποτέ δαιμονισμένου τα ακάθαρτα πνεύματα χίλια μύρια λόγια εξεστόμιζαν κατ’ Εκείνου, που ήλθε εξ ουρανού για να συντρίψει το κράτος του διαβόλου και της αγγέλοις αυτού. Και τώρα ο πιστός εκείνος άνθρωπος του Θεού, ιματισμένος και σωφρονισμένος διηγείται τα μεγαλεία του Θεού στους συμπατριώτες του. Και γίνεται κήρυκας του Ευαγγελίου. Εκείνοι όμως δέσμιοι από τα πάθη και την παρανομία, φοβήθηκαν σφόδρα και τρόμαξαν με την παρουσία του Κυρίου.
Αυτό το γεγονός έπρεπε να τους γεμίσει χαρά και μάλιστα να ζητήσουν και άλλες δωρεές υλικές και πνευματικές από το Δωρεοδότη Κύριο. Αλλά οι της παρανομίας εραστές αντιθέτως φοβήθηκαν «φόβω μεγάλω συνείχοντο».
Και ερωτά ο άνθρωπος της κάθε εποχής, γιατί τους κατέλαβε φόβος, και μάλιστα τόσος φόβος; Οι εργάτες της παρανομίας όταν είδαν τον πνιγμό των χοίρων, τα δε πτώματά τους να επιπλέουν στα νερά της Τιβεριάδος, τότε αντελήφθηκαν πολύ καλά τη σημασία και το σκοπό του θαύματος εκείνου. Για όλους αυτούς ήταν μία παιδαγωγική τιμωρία.
Εάν η θεραπεία του δαιμονιζομένου μαρτυρούσε την αγαθότητα του Θεού, ο πνιγμός των χοίρων μαρτυρούσε την δικαιοσύνη αυτού. Ένοχοι ήταν οι κάτοικοι της Πόλεως εκείνης για την παράβαση του Μωσαϊκού νόμου, που απαγόρευε την εμπορία, αλλά και το να τρώγουν το κρέας των χοίρων.
Η παρακοή στον νόμο γεννά την αμαρτία και η αμαρτία γεννά πάντοτε φόβους στην καρδιά του αμετανοήτου αμαρτωλού. Ένοχοι λοιπόν ήσαν για την παράβαση του νόμου και για άλλα αμαρτήματα τους με αποτέλεσμα να κυριευθούν από το φόβο.
Ανήσυχος, ταραγμένη, γεμάτη φόβους και αγωνίες είναι όλη η ζωή του ανθρώπου εκείνου που ζει μακριά από τον Θεό. Πού δεν πιστεύει στην αγάπη του Θεού και επιζητεί αγωνιωδώς τα του κόσμου τούτου πρόσκαιρα και μάταια νομίζοντας ότι, με την παρανομία, το ψεύδος, την απάτη, την πλεονεξία, τουτέστι με την αμαρτία θα επιβιώσει στον πρόσκαιρο και μάταιο αυτό κόσμο.
Όλως διαφορετική είναι η ζωή του ανθρώπου που πιστεύει στον Θεό. Ο πιστός άνθρωπος έχει ήρεμη, ειρηνική, χαρούμενη ζωή, πιστεύει στον Θεό, αγαπά τον Θεό, και σέβεται και αγαπά τον πλησίον του και αγωνίζεται να ζει εν Κυρίω, συμφώνως με το θείο θέλημα.
Ο Υψιπέτης αετός της αγάπης, ο Ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει: «φόβος ούκ έστιν εν τη αγάπη, αλλ’ η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον». ΑΜΗΝ. Ο Λ.Κ.Α.ΠΑΪΣΙΟΣ