«και επί πάσι τούτοις μεταξύ ημών και υμών, χάσμα μέγα εστήρικται».
Στην σημερινή ευαγγελική περικοπή που ακούσαμε, ο ευαγγελιστής Λουκάς μας παρουσιάζει, δια στόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δύο διαφορετικούς ανθρώπους στην κοινωνική τους ζωή. Έναν πλούσιο, χωρίς όνομα, και έναν φτωχό ονόματι Λάζαρο.
Ο πλούσιος, πορφυρογέννητος και σαρκικός άνθρωπος, ζούσε μέσα στη χλιδή, μέσα στα πλούτη του κόσμου τούτου. Είχε σε αφθονία όλα τα αγαθά: «Ευφραινόμενος καθ’ ημέραν λαμπρώς», για τον άνθρωπο αυτόν όλα ήταν ευχάριστα. Η ζωή του ανθρώπου αυτού ήταν ζωή χαράς και ευτυχίας.
Ο φτωχός Λάζαρος, όμως, δεν είχε «πού την κεφαλήν κλίνει»: χωρίς σπίτι, άρρωστος, πονεμένος, ταλαιπωρημένος, πεινασμένος, διψασμένος, προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν κάτω από το τραπέζι του πλουσίου, μα πολλές φορές και αυτά δεν τα έβρισκε, γιατί οι σκύλοι τα μάζευαν πιο γρήγορα.
Η κοινωνική αντίθεση των δύο αυτών ανθρώπων άλλαξε και αντιστράφηκαν οι όροι και στους δύο, όταν ο θάνατος ήλθε αιφνίδιος, «εν ριπή οφθαλμού».
Ο φτωχός Λάζαρος κοιμήθηκε και οι Άγιοι Άγγελοι του Θεού τον οδήγησαν στους κόλπους του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, στην αιώνια χαρά, δόξα και μακαριότητα.
Πέθανε και ο πλούσιος, και ετάφη στα βασίλεια του Άδη, εκεί που δεν υπάρχει πλέον δι’ αυτόν καμία ελπίδα, καμία ακτίνα μεταβολής της κατάστασής του, διότι «εν τω Άδη, ούκ έστι μετάνοια», και το σπουδαιότερο, υπήρχε μέγα χάσμα μεταξύ τους. «Μεταξύ ημών και υμών, μέγα χάσμα εστήρικται».
Πράγματι, μέγα και αγεφύρωτο χάσμα, βάραθρο απύθμενο, άβυσσος απέραντος χώριζε στην μετά θάνατο ζωή τον πρώην πτωχό Λάζαρο από το πλούσιο, που ζούσε στην χλιδή του πλούτου, του εγωισμού και της απονιάς. Ο Λάζαρος «παρακαλείται», παρηγορείται και αναπαύεται στους κόλπους του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ. Ο πλούσιος, αντιθέτως, τυραννιέται, θλίβεται, πονά ανυπόφορα εκεί που βρίσκεται, στα τάρταρα, στη φλόγα του Άδη.
«Χάσμα μέγα», χάσμα μεγάλο υπάρχει μεταξύ αιωνίου ζωής και αιωνίου κολάσεως. Ο πλούσιος, προσηλωμένος στα αισθητά του κόσμου τούτου, πρόσκαιρα και μάταια πράγματα, ήταν ξένος στον πόνο του συνανθρώπου του, αλλά και όλως αδιάφορος και αρνητικός για την κατά Θεό ζωή του, φρόντιζε μόνο το πώς θα περνούσε πλουσιοπάροχα καθ’ ημέρα, και τέλος ως κανόνα της ζωής του είχε: «το φάγωμεν, πίωμεν, αύριον αποθνήσκομεν».
Ο Λάζαρος όμως, είχε ρίψει την ελπίδα του, «εις μη βλεπόμενα, τα αιώνια». Με υπομονή, με καρτερία, και με την ελπίδα στον Θεό, υπέφερε την αρρώστια, την πείνα, την περιφρόνηση, την εγκατάλειψη, και μονολογούσε και έλεγε ότι, «ούκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού, προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθείναι εις ημάς» (Ρωμ. η΄ 18).
Σκληρός και ανέλγητος ο πλούσιος, στύλος υπομονής ο Λάζαρος, ώστε το χάσμα να υπάρχει μέγα και αγεφύρωτο, όχι μόνο στον τρόπο ζωής, αλλά και στις αρχές και πεποιθήσεις μεταξύ των δύο ανθρώπων. Το ίδιο χάσμα εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα στις αρχές και πεποιθήσεις των ανθρώπων, που ο τρόπος ζωής τους είναι αντίθετος με το Άγιο Ευαγγέλιο.
Αδελφοί μου,
Από της παρούσης ζωής δημιουργείται δυστυχώς χάσμα μεταξύ πιστών και απίστων. Αυτό το χάσμα θα έχει ως συνέπεια την κατάσταση αυτής της πρόσκαιρης και μάταιης ζωής, στην αιώνια και μετά θάνατο ζωή, όπως συνέβη και μεταξύ πλούσιου και φτωχού Λαζάρου.
Ας μην αναβάλουμε τον αγώνα μας τον πνευματικό δια την αύριο, διότι ο θάνατος έρχεται αιφνίδιος, οπότε θα κλεισθεί η θύρα και τότε θα μείνουμε έξω του νυμφώνα Χριστού.
Είθε, αδελφοί μου, η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, να μας φωτίσει και να μας θερμάνει με το ανέσπερο φως της Αναστάσεώς Του, ώστε να πράττουμε έργα αγαθά, έργα αγάπης, έργα σωτήρια, δια να μεταφερθεί η ψυχή μας, ως του φτωχού και ταπεινού Λαζάρου, υπό των Αγγέλων στους κόλπους του Αβραάμ.
ΑΜΗΝ. Ο Λ.Κ.Α.Π.