Η Εκκλησία μας, πορευομένη προς το τέλος της Αναστάσιμης περιόδου, μάς οδηγεί αυτή την Κυριακή σε μια ακόμη συνάντηση με τον Χριστό μέσα από το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο. Το γεγονός της θεραπείας του εκ γενετής τυφλού (Ιω. 9:1-38) είναι ένα από τα πιο δυνατά σημεία του ευαγγελικού λόγου, όχι μόνο για το θαύμα καθαυτό, αλλά κυρίως για το βάθος του νοήματος που φέρει για τον καθένα από εμάς.
Μας δείχνει πώς η παρουσία του Χριστού, του αληθινού Φωτός του κόσμου, καταργεί το σκοτάδι σε κάθε του μορφή. Όπου εισέρχεται η Ζωή που πηγάζει από τον Θεό, ο θάνατος παύει να έχει εξουσία. Όπου ο Χριστός είναι παρών, η φθορά της αμαρτίας και ο πόνος της ύπαρξης χάνουν τη δύναμή τους. Είναι ένα σημείο εξουσίας, μια πράξη Δημιουργού. Όπως ο Θεός στην αρχή δημιούργησε το φως λέγοντας «Γενηθήτω φως, και εγένετο φως», έτσι και ο Χριστός, ως ο Λόγος του Θεού δια του οποίου έγιναν τα πάντα, δημιουργεί ξανά την όραση, πλάθοντας πηλό και αλείφοντας με αυτόν τα μάτια του τυφλού. Δεν είναι απλώς η αποκατάσταση ενός αισθητηρίου, αλλά μια νέα δημιουργία του φωτός για αυτόν τον άνθρωπο. Είναι ο Φέρων από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, όχι μόνο του κτιστού φωτός, αλλά και της ίδιας της ζωής και της χαράς.
Ο Χριστός συναντά έναν άνθρωπο που δεν έβλεπε το φως από την ώρα που γεννήθηκε. Οι μαθητές ρωτούν: «Ῥαββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ;» – ερώτηση χαρακτηριστική της ανθρώπινης ανάγκης να αποδώσει την οδύνη σε κάποια αιτία, να ερμηνεύσει την τραγωδία της ζωής με ηθικούς όρους. Όμως ο Χριστός ανατρέπει αυτή τη λογική: «οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ᾽ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ».
Ο λόγος αυτός του Κυρίου δεν απαντά μόνο στους μαθητές Του· απευθύνεται και σε όλους εμάς. Πολλές φορές αναρωτιόμαστε, γιατί επιτρέπει ο Θεός τον πόνο, το σκοτάδι, την απώλεια. Όμως ο Χριστός δείχνει ότι μέσα ακόμη και από το σκοτάδι μπορεί να λάμψει φως. Ότι και η πιο δύσκολη κατάσταση μπορεί να γίνει ο χώρος όπου θα αποκαλυφθεί η δόξα του Θεού, αν η καρδιά μείνει ανοιχτή.
Η θεραπεία δεν είναι απλώς ένα θαύμα της όρασης. Είναι μια βαθιά αποκάλυψη πίστης. Ο Χριστός φτύνει χάμω, φτιάχνει πηλό, τον βάζει στα μάτια του τυφλού και του λέει να πάει να νιφτεί στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Ο άνθρωπος υπακούει και βλέπει. Η υπακοή είναι αυτή που ενεργοποιεί τη χάρη. Ο τυφλός δεν ζήτησε κάτι – όμως άκουσε τη φωνή του Κυρίου και Τον εμπιστεύτηκε. Όπως λένε οι Πατέρες, η ψυχή που υπακούει είναι σαν τα μάτια που ανοίγουν στο φως.
Όμως το Ευαγγέλιο δεν σταματά εδώ. Ο θεραπευμένος άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με την καχυποψία των Φαρισαίων, που αδυνατούν να δεχτούν ότι ο Χριστός μπορεί να είναι από τον Θεό. Ρωτούν, ξαναρωτούν, εξετάζουν τους γονείς του, τον κατηγορούν. Εκείνος όμως, χωρίς θεολογική κατάρτιση, απαντά με λόγο απλό και αληθινό: «Ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω».
Μέσα σε αυτή την ομολογία υπάρχει όλο το βάθος της πίστης. Η Εκκλησία δεν ζητά από εμάς ούτε περίπλοκες θεωρίες, ούτε τέλεια κατανόηση των μυστηρίων. Ζητά όμως να μπορούμε να πούμε αυτό το ένα: “Ήμουν στο σκοτάδι, και τώρα βλέπω – γιατί ο Χριστός με άγγιξε.”
Ο Κύριος ξαναβρίσκει τον πρώην τυφλό και τον ρωτά: «Σὺ πιστεύεις εἰς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ;» Κι εκείνος απαντά: «Καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν;» Όταν ο Ιησούς τού λέει: «Καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστι», τότε ο πρώην τυφλός ομολογεί: «Πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.»
Αδελφοί μου, αυτός ο διάλογος είναι η πορεία της ψυχής μας: από την άγνοια, στην αναζήτηση· από την αναζήτηση, στη συνάντηση· και από τη συνάντηση, στην πίστη και την προσκύνηση.
Ας προσέξουμε το θαυμάσιο τροπάριο αυτής της Κυριακής, που δίνει με ποιητική γλώσσα όλο το πνευματικό βάθος του γεγονότος: “Τῆς ψυχῆς τὰ ὄμματα πεπηρωμένος, σοὶ Χριστὲ προσέρχομαι, ὡς ὁ Τυφλὸς ἐκ γενετῆς, ἐν μετανοίᾳ κραυγάζων σοι· Σὺ τῶν ἐν σκότει, τὸ φῶς τὸ ὑπέρλαμπρον”.
Ο τυφλός είδε, γιατί υπάκουσε· σώθηκε, γιατί πίστεψε· και δοξάστηκε, γιατί αναγνώρισε ποιος είναι μπροστά του. Είθε κι εμείς, με τα δικά μας μάτια πολλές φορές κλειστά – από αμαρτία, από φόβο, από απιστία – να ζητήσουμε το φως του Χριστού. Γιατί μόνο εκείνος «ἐλάλησε το φῶς» και «ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων.» Αμήν. π. Π.Κρ.
Εκ της Ιεράς Μητροπόλεως
