Τοπικοί Αγιοι:
Οσιος Ανθιμος εν Αστυπαλαία (+1782).
Μοναζόντων το κλέος μετανοίας διδάσκαλε
θαυματουργιών επιδείξει πάντας κατηύγασας
ανέλαμψας ως ήλιος ημίν
διώκων των παθών τας προσβολάς
δια τούτο Άνθιμε Όσιε
την θήκην των σων λειψάνων ασπαζόμεθα
Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ
Δόξα τω σε θαυμαστώσαντι
Δόξα τω δωρησαμένω σε ημίν σκέπην και καύχημα
Ο Οσιος Ανθιμος γεννήθηκε στη Κεφαλλονιά από γονείς ευσεβείς. Ο καιρός της γεννήσεώς του μας είναι άγνωστος, μόλις επτά ετών τυφλώθηκε και από τα δύο μάτια.
Συνήθιζε όμως και τυφλός να πηγαίνει συνεχώς στο σχολείο και να ακούει τα μαθήματα. Ενήλικος πια άφησε την οικογένειά του και μετέβει στο Αγ. Ορος, κοντά σε ένα φωτισμένο γέροντα. Μετά την κοίμηση του γέροντά του, ο Όσιος πήγε στη Χίο, όπου έμεινε ένα έτος μέσα στο ναό της Οσίας Ματρώνας, διδάσκοντας το λόγο του ευαγγελίου.
Μετά την αναχώρησή του από τη Χίο, έφθασε στη Σίφνο όπου τιμήθηκε πολύ για τις αρετές του, κατόπιν πήγε στην Πάρο, Νάξο, Ίο και Σίκινο, όπου με τη συνδρομή των κατοίκων έκτισε Μοναστήρι επ’ ονόματι της Ζωοδόχου Πηγής. Κατά την επιστροφή του από τα Ιεροσόλυμα όπου μετέβει για να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο, σταμάτησε στο Καστελλόριζο όπου αποφάσισε να χτίσει δεύτερο μοναστήρι επ’ ονόματι του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, οι εργασίες όμως σταμάτησαν λόγω έλλειψης χρημάτων, συνεχίσθηκαν όμως λίγο αργότερα με τη συνδρομή των κατοίκων του νησιού μετά το θαύμα του Οσίου την περίοδο της ανομβρίας όπου μετά από ένθερμη προσευχή του άρχισε να βρέχει.
Μετά το Καστελλόριζο μετέβει για δεύτερη φορά στα Ιεροσόλυμα και κατόπιν στη Αστυπάλαια όπου έχτισε Τρίτη Μονή επ’ ονόματι της Υπεραγίας Θεοτόκου, θαυματουργικώς δε έλαβε μετά τη μετάβασή του στο Άγιο Όρος, αχειροποίητη εικόνα, της Παναγίας Πορταίτισσας της Μονής Ιβήρων, την οποία έφερε στη Μονή της Αστυπάλαιας. Ο Όσιος αποφάσισε να μείνει μόνιμα στην Αστυπάλαια, όμως διάφοροι πειρασμοί τον ανάγκασαν με δυσαρέσκεια να εγκαταλείψει το νησί, στην προσπάθειά του δε να πάρει μαζί του και την εικόνα της Παναγίας διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να την μετακινήσει από τη θέση της, έτσι την άφησε πολύτιμη κληρονομιά στην Αστυπάλαια και τους κατοίκους της.
Μετά την Αστυπάλαια ο Όσιος πήγε στα Σφακιά της Κρήτης όπου κύρηξε το λόγο του Θεού και με τις νουθεσίες του ειρήνευσαν οι κάτοικοι της περιοχής οι οποίοι είχαν έριδες και φθόνους μεταξύ τους. Εκεί ο Όσιος με τη χάρη του Θεού έκανε πλήθος θαυμάτων.
Γρήγορα όμως ο Όσιος εγκατέλειψε και την περιοχή της Κρήτης και αφού περιόδευσε σε πολλά νησιά του Αιγαίου έφθασε στα Κύθηρα όπου έχτισε νέο μοναστήρι επ’ ονόματι του Τιμίου Προδρόμου.
Η ώρα της επιστροφής στη γενέτειρα έφθασε και ο Όσιος επέστρεψε στην Κεφαλλονιά όπου αξιώθηκε να του αποκαλυφθούν τα περί της τελευτής του.
Προσευχόμενος δε στο Θεό παρέδωσε τη μακαρία του ψυχή την 4η Σεπτεμβρίου του 1782. Την ανακομιδή των ιερών του λειψάνων έκανε ο ιερέας Ιωάννης, εξ’αυτών το οστό του πήχεως της Δεξιάς του Οσίου βρίσκεται ευωδιάζον στη Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου Πορταίτισσας στην Αστυπάλαια.
Ο Άγιος Σάββας ο νέος ο εν Καλύμνω
Γόνος γέγονας Γάνου και χώρας
Μέγα καύχημα νήσου Καλύμνου
παμμακάριστε Σάββα, πατήρ ημών
και γαρ οδόν διελθών της ασκήσεως
του ακροτάτου τέλους επέτυχες.
Διό πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ
σωθήναι τας ψυχάς ημών.
Ο ΟΣΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ Ο ΕΝ ΚΑΛΥΜΝΩ ΚΑΤΑΓΩΓΗ – ΜΟΡΦΩΣΗ – ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ
Ο θεόφρων πατήρ ημων Σάββας ο νέος ο εν Καλύμνω, γεννήθηκε το έτος 1862 στην Ηρακλείτσα (αναφέρεται και η Γάνου Χώρα της περιφέρειας Αβδίμ) της Ανατολικής Θράκης, από πτωχούς γονείς, τον Κωνσταντίνο, που ασκούσε το επάγγελμα του μικροπωλητού και τη Σμαραγδή. Ήταν μοναχοπαίδι και κατά το βάπτισμα έλαβε το όνομα Βασίλειος. Από μικράς ηλικίας ήταν πιστός και ευσεβής, αλλά και ένθερμος εραστής της αγγελικής μοναχικής ζωής. Αφού τελείωσε τα εγκύκλια μαθήματα και φύλαξε τον εαυτό του καθαρό από κάθε μολυσμό, δεν συνέχισε τις σπουδές του στο γυμνάσιο, είτε διότι δεν είχε τη δύναμη ο πατέρας του, είτε διότι ο ίδιος ο Βασίλειος δεν είχε διάθεση περαιτέρω μορφώσεως. Κατόπιν τούτου, οι γονείς του του άνοιξαν ένα μικρό κατάστημα. Ο Βασίλειος, άγοντας το 12ο έτος της ηλικίας του, διαπίστωνε καθημερινά, ότι το επάγγελμα που ασκούσε δεν ήταν στη φύση του. Έπρεπε, λοιπόν, να κόψει το δεσμό που του δημιουργούσε αυτό με τον υλικό κόσμο και να προχωρήσει στο πέλαγος της χάριτος του Θεού. Ήθελε να ζήσει για τον Χριστό και μόνο. Η μητέρα του, μόλις πληροφορήθηκε τους πόθους του τον εβεβαίωσε ότι «αν το κάνεις αυτό θ΄ αποθάνω».
ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΕΙ ΤΑ ΕΓΚΟΣΜΙΑ
Στην απαλή ηλικία των 12 ετών αντιμετωπίζει τον μέγα τούτο προβληματισμό. Η έλξη του Θεού είναι ισχυρότατη, όπως και η κλίση του. Το «φύγε και σώζου» κυριάρχησε και έτσι, μία ημέρα ιστορική, αλλά και λαμπρή, έβαλε το κλειδί του καταστήματος κάτω από μία πέτρα και κατέβηκε στο λιμάνι για να πραγματοποιήσει την απόφασή του. Ως ελάφι, τώρα, κατευθύνεται προς το ευωδες περιβόλι της Παναγίας, το Άγιον Όρος. Εκεί, εγκαταβιώνει στη Σκήτη της Αγίας Άννης, όπου και απολαμβάνει τους πρώτους καρπούς των ιερών πόθων του. (Κατ΄άλλη γνώμη, που στηρίζεται σε διηγήσεις, πρώτα πήγε στα Ιεροσόλυμα). Στη Σκήτη αυτή δέχθηκε το βάρος της μοναστικής δοκιμασίας επί 12 έτη (κατ΄άλλους επί 6 έτη) και ασκήθηκε στο έργο της αγιογραφίας και της βυζαντινής μουσικής.
ΜΕΤΑΒΑΙΝΕΙ ΣΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ
Μετά από προσευχή παίρνει την απόφαση να πάει στα Ιεροσόλυμα. Διέρχεται από την γενέτειρά του, επισκεπτόμενος δε τους γονείς του, αναγνωρίζεται από κάποιο σημάδι του μετώπου του. Ο πειρασμός θερμαίνεται και πάλι. Πάλι εμπόδια από τη μητέρα του. Φεύγει ο ακτήμων με τη βοήθεια πλουσίου ανδρογύνου, που πηγαίνει στους Αγίους Τόπους. Ως χρόνος αφίξεώς του στα Ιεροσόλυμα αναφέρεται το έτος 1887, σε έγγραφο του Αρχιγραμματέως του ομωνύμου Πατριαρχείου. Αφού προσκύνησε με δέος και ευλάβεια τους Αγίους Τόπους, εισέρχεται στην ιστορική Μονή του Χοτζεβά και γίνεται αδελφός αυτής.
ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΟΝΑΧΟΣ ΚΑΙ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ
Μετά τριετή ενάρετο και οσιακό βίο στη Μονή αυτή κείρεται το έτος 1890 Μοναχός. Οπλισμένος με την αγιαστική χάρη και θωρακισμένος με την αήττητη πανοπλία του αγγελικού σχήματος, το 1894 αποστέλλεται από τον Καθηγούμενο της Μονής στο Άγιον Όρος για να ασκηθεί στην Ιερά Σκήτη της Αγίας Άννης, υπό την καθοδήγηση του αειμνήστου Αρχιμανδρίτου Ανθίμου, εις την αγιογραφία, προφανώς να ειδικευθεί στην τέχνη. Επανέρχεται μετά 3ετίαν στην Ι. Μ. Χοτζεβά και το 1902 προχειρίζεται σε διάκονο και το επόμενο έτος σε πρεσβύτερο. Διατελεί επί ένα έτος (1906) εφημέριος της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού, όπου γνωρίζεται με τον Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, τον μετέπειτα καθηγητή του Πανεπιστημίου και Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος ως Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, αποφαινόμενος περί του Αγίου Σάββα, πριν ακόμα κοιμηθεί και αναγνωρισθεί η αγιότητά του, έλεγε στον Καλύμνιο φίλο του Γεράσιμο Ζερβό: «Να ξέρεις, Γεράσιμε, ότι ο πατήρ Σάββας είναι άγιος άνθρωπος». Το 1907 επανέρχεται στην Ιερά Μονή Χοτζεβά και ασχολείται, παράλληλα προς την έντονη πνευματική ενάσκησή του, με το ευλογημένο εργόχειρο της αγιογραφίας.
ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Το 1916, ύστερα από 26 χρόνια περίπου παραμονής στους Αγίους Τόπους επέστρεψε στην Ελλάδα. Έτσι σφραγίζει μια ωραία ασκητική ζωή, πλήρη πνευματικής καρποφορίας. Έφυγε από την έρημο του Ιορδάνου, όπου ζούσε «ως υψιπέτης αετός», τρεφόμενος ως πτηνό με μια κουταλιά βρεγμένο σιτάρι την ημέρα και νερό από τον ποταμό, διότι οι Άραβες πολεμούσαν τον ευλογημένο ερημικό βίο. Ευρισκόμενος στην Ελλάδα αναζητεί νέα γη ασκήσεως. Κατά το έτος της επιστροφής του, φαίνεται ότι μετέβη στη νήσο Πάτμο. Αφού παραμένει εκεί επί 2 έτη, πηγαίνει στο Άγιον Όρος, απ΄όπου κατέρχεται στην Αθήνα για να αγοράσει υλικά αγιογραφίας. Κατά το διάστημα αυτό και μέχρι μεταβάσεώς του στην Αίγινα φαίνεται ότι μετέβη στο ξερονήσι Παραμπόλα και στην Ύδρα.
ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΤΑΙ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ ΣΤΗ ΑΙΓΙΝΑ
Στην Αθήνα συναντά υποτακτικό του Αγίου Νεκταρίου, ο οποίος τον πληροφορεί ότι τον αναζητεί. Απ΄αυτό συνάγεται ότι οι δύο Άγιοι είχαν προηγούμενη γνωριμία. Από την Αθήνα, λοιπόν, πηγαίνει στην Αίγινα, όπου διακονεί τον Άγιο Νεκτάριο μέχρι την κοίμησή του. Η μετά του Αγίου Νεκταρίου συγκαταβίωσή του συνέβαλε πολύ στην περαιτέρω πνευματική πρόοδο του Οσίου. Εγνώρισε την αυστηρά άσκηση του Αγίου Νεκταρίου, τους πολέμους των μικρών ανθρώπων, αλλά και την αναμφισβήτητη αρετή του, την παροιμιώδη ταπείνωση και απλότητά του. Είδε τη θεία κοίμησή του, η οποία εβεβαίωσε την ευαρέσκεια προς αυτόν του Παναγάθου Θεού με τα έκδηλα σημεία του Αγίου Μύρου και της ευωδίας, αλλά κυρίως της θαυματουργικής χάριτος. Εις την Αίγινα παραμένει μέχρι το έτος 1926. Αναχωρεί για την Αθήνα, διότι στη Μονή προσέρχεται πολύς κόσμος και ο θόρυβος τον κουράζει. Στην Αθήνα συναντά τον Γεράσιμο Ζερβό, ο οποίος τον φιλοξενει στο σπίτι του και τον πείθει τελικά να μεταβεί στην Κάλυμνο.
ΜΕΤΑΒΑΙΝΕΙ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΜΝΟ
Το ίδιο έτος (1926) φθάνει στην Κάλυμνο, όπου μετά από κάποια έρευνα-περιπλάνηση εγκαταβιώνει οριστικά στην Ιερά Μονή Αγίων Πάντων. Σ΄αυτή τη Μονή, της οποίας τυγχάνει κτήτορας, ειχε ασκητεύσει και ο ενάρετος και διορατικός Ιερομόναχος π. Ιερόθεος Κουρούνης. Ο θεσπέσιος αυτός λειτουργός του Υψίστου, προ της κοιμήσεώς του, παρηγορώντας τις λυπημένες αδελφές είπεν: «μετ΄ολίγον θα έλθη εδώ ανώτερός μου». Και πράγματι επαληθεύθηκαν τα λόγια του. Ο π. Σάββας, ευθύς μετά την εγκατάστασή του στην Ιερά Μονή των Αγίων Πάντων, κτίζει με τη βοήθεια του Γεράσιμου Ζερβού τα επάνω κελλιά και αρχίζει μία έντονη πνευματική ζωή. Αγιογραφεί, τελεί τα Θεία Μυστήρια και τις Ιερές Ακολουθίες, εξομολογεί, διδάσκει με το στόμα και το παράδειγμά του και βοηθεί χήρες, ορφανά και φτωχούς. Ζει με ταπείνωση, άσκηση και προσφορά, ώστε το αγγελικό παράδειγμά του να ενθυμούνται με δάκρυα και συγκίνηση όσοι τον εγνώρισαν. Πάντοτε δε θα επικαλούνται με πίστη τη χάρη του στις ποικίλες δοκιμασίες της ζωής τους. Πρόθυμος όταν ζούσε, προθυμότατος μετά την κοίμησή του.
ΟΙ ΑΡΕΤΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
Ηταν επιεικής και εύσπλαχνος στις αμαρτίες των άλλων, δεν ανεχόταν τη βλασφημία και την κατάκριση. Αυτά τα δύο πολύ τον ετάρασσαν. Η σκληρά άσκησή του του χάρισε την ευωδία του σώματός του, αλλά και την ασθένεια. Το πέρασμά του ηταν ευώδες. Αυτή η ευωδία θα εξέλθει και από το μνήμα του κατά την εκταφή του. Όπως σ΄όλους τους ανθρώπους του Θεού, έτσι και από τον π. Σάββα δεν έλλειψε «ο σκόλοψ τη σαρκί». Υπέφερε από προστάτη και σοβαρά κοιλιακή πάθηση. Για τον προστάτη έκανε εγχείρηση και θεραπεύτηκε. Όταν του έλεγαν να πάει στην Αθήνα να θεραπευθεί και για το κοιλιακό νόσημα, απαντούσε: «Αυτό, παιδί μου, θα μας σώση, τίποτε άλλο δεν κάναμε. Αυτό είναι το καλό που θα μας πάει στον Παράδεισο. Ο Θεός είναι μεγάλος». Ο π. Σάββας αγαπούσε όλους τους ανθρώπους και κατέβαλλε προσπάθεια για τη μετάνοιά τους και επιστροφή τους στον Χριστό. Η αγάπη του ηταν ειλικρινής και πηγαία. Ηταν δε αφιλοχρήματος. Ουδέποτε κρατούσε χρήματα. Από την αγιογραφία και τα μυστήρια ό,τι ελάμβανε τα έδινε στους πτωχούς, στις χήρες και τα ορφανά. Η ζωή του ήταν μία συνεχής κατάσταση αγίας υπακοής. Ενδεικτικό αυτού είναι και η υπακοή του να δεχθεί κατά την περίοδο σοβαράς ασθενείας, ο ακρότατος αυτός ασκητής (στο Άγιον Όρος κατ΄εντολή του γέροντά του) τον 15αύγουστο κρέας πετεινού. Ο μακάριος, για κάθε πνευματικό πρόβλημα ελάμβανε άνωθεν την πληροφορία και έτσι βάδιζε επί του ασφαλούς. Είχε πολλούς πειρασμούς και χάλασε πολλές παγίδες του διαβόλου. Κάποτε, και συγκεκριμένα μία Καθαρά Δευτέρα, για να μη τελέσει τις ακολουθίες του, τον έκλεισε επί τρεις ημέρες στο κελλί του. Ήταν χαριτωμένος και ευλογημένος από τον Κύριο. Πράος, ανεξίκακος, άδολος, υπάκουος και πονετικός.
ΤΟ ΟΣΙΑΚΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ
Εδόξασε τον άγγελο στη γη και τον άνθρωπο στους ουρανούς. Ήταν άγγελος και άνθρωπος και αντιστρόφως. Κατά τον τρόπο αυτό εκπλήρωσε τις ημέρες της επί γης πορείας του μέχρι της 7ης Απριλίου 1948, ότε παρέδωκε την αγία του ψυχή στον Κύριο. Περί το τέλος της ζωής του ευρίσκεται σε άκρα περισυλλογή και ιερά κατάνυξη. Επί τρεις ημέρες δεν εδέχθη ουδένα. Ευρίσκετο πλέον στο στάδιο της ιεράς μεταστάσεώς του. Έδωκε τις τελευταίες συμβουλές και εζήτησε την εν Χριστώ αγάπη και υπακοή. Όταν ο επιθανάτιος ρόγχος τον κατέλαβε και επί μακρόν συνεχίζετο, ξαφνικά λαμβάνει δυνάμεις, ενώνει τα μικρά ευλογημένα χέρια του και χειροκροτεί επανειλημμένα, ενώ από τα χείλη του εξέρχονται οι τελευταίες ιερές φράσεις: «Ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος». Ήταν η βεβαίωση της θείας μεταφυσικής πορείας του. Ήταν το κύκνειο άσμα της θεοφιλούς ζωής του. Την ώρα εκείνη ολίγες μόνον μοναχές περιέβαλαν μία αγία μορφή, έναν θαυμάσιο αγωνιστή της πίστεως και της ευσεβείας, έναν οικιστή του Παραδείσου. Ο ουρανός εγνώρισε τη μετάστασή του και επανηγύριζε. Έτσι, η γη εχάρισε στον ουρανό τον άγιο αυτό βλαστό της και ο ουρανός αποδέχθηκε την ιερά αυτή προσφορά. Είθε και εμείς, μιμούμενοι, κατά το δυνατόν, τις αρετές του Αγίου Σάββα του νέου, του θαυματουργού, αλλά και με τις πρεσβείες του να αξιωθούμε της Ουρανίου Βασιλείας. Αμήν.
Όσιος Ιωνάς ο Λέριος (+1561).
Από το «ΒΡΑΒΕΙΟΝ» της Ιεράς και Βασιλικής Μονής του Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο, διαπιστώνουμε ότι πολλοί Λέριοι τους πέντε προηγούμενους αιώνες άφησαν τη Λέρο και πήγαν σττη Μονή της Πάτμου δια να μονάσουν. Ενας από αυτούς ήταν και ο μοναχός ΙΩΝΑΣ δια τον οποίον στο «ΒΡΑΒΕΙΟ» αναφέρονται :
«αφξα (1561) Φεβρουαρίου κη (28)
εφονεύθη εις την Λειψόν ο δούλος
του Θεού Ιωνάς μοναχός ο Λέριος »
Ατομικά για τον Οσιομάρτυρα αυτόν της Εκκλησίας δεν έχουμε συγκεκριμένες πληροφορίες. Όσα ακολουθούν προέρχονται από το βιβλίο του Αρχιμ. Νικηφόρου Κουμουνδούρου, εφημερίου των Λειψών «Μακαριστοί γέροντες και πέντε οσιομάρτυρες στη νήσο Λειψώ της Δωδεκανήσου». Οι Άγιες αυτές ψυχές ανεκυρήχθησαν οσιομάρτυρες από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, εορτάζοντες και οι πέντε μαζί την Α’ Κυριακή μετά τη 10η Ιουλίου.
Ο Οσιομάρτυς Ιωνάς μαζί με άλλους ασκητές-αναχωρητές έφυγαν από το μοναστήρι της Πάτμου και έφθασαν στη νήσο Λειψώ το 1550. Επέλεξαν τον ορμίσκο «Κοίμηση» και αποβιβάσθηκαν. Ζητούσαν να βρούν ένα τόπο που δεν θα τους ενοχλούσε ο κόσμος, που μόνοι θα υμνούσαν και θα συνομιλούσαν με το Θεό. Ετσι διάλεξαν ένα χώρο έρημο και αφιλόξενο για να εγκατασταθούν. Πρώτο τους μέλημα να χτισθεί ο ναός του Ησυχαστηρίου, ψηλά από τη θάλασσα σε δύσβατο σημείο, για το φόβο των πειρατών. Εκεί πάλεψαν με τους βράχους, για να φτιάξουν μονοπάτια, πάλεψαν με τη έλλειψη του νερού και της τροφής. Μα τι κι αν δεν είχαν τίποτα από αυτά; Είχαν και τους αρκούσε, η Χάρις του Θεού. Έφτιαξαν την Εκκλησία επ’ονόματι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και μικρά κελιά για τους ίδιους.
Πότισαν τον άγονο χώρο του ασκηταριού περισσότερο με τον ιδρώτα τους και λιγότερο με το νερό. Σεβάστηκαν τη φύση, λάτρευσαν, εδόξασαν και υμνολόγησαν το Θεό, που επέτρεψε στο διάβολο να πειράζει τους ανθρώπους, αλλά έδωσε και στους ανθρώπους την δύναμη να τον νικούν. Εγιναν «άγγελοι τω βίω» ενώ ήταν «άνθρωποι τη φύσει». Πολλοί από αυτούς θυσιάστηκαν για του Χριστού την πίστη την Αγία και της πατρίδας την ελευθερία.
Όσο ψηλά όμως και αν ήταν το ασκηταριό, το επισκέπτονταν με τις άγριες διαθέσεις τους οι πειρατές. Σε μια επιδρομή εφόνευσαν το μοναχό Ιωνά από τη Λέρο. Ήταν 28 Φεβρουαρίου του 1561. Ετσι ο Μοναχός Ιωνάς έγινε νεομάρτυρας της Εκκλησίας μας.
Δεν ήταν ο μόνος. Πρίν από αυτόν το 1558 είχαν φονεύσει το μοναχό Νεόφυτο τον Αμοργινό. Το 1609 ο μοναχός Νεόφυτος ο Φαζός εφονεύθη από τους αγαρινούς με σκεπάρνι. Το 1635 ο Πεκήρ Πασάς από δαρμό εφόνευσε το μοναχό Ιωνά τον Νισύριο και το 1696 ο αναχωρητής μοναχός Παρθένιος εφονεύθη με καμάκι που του τρύπησε το λαιμό. Και οι πέντε αδικοσκοτωμένοι μακαριστοί γέροντες κηδεύτηκαν με δάκρυα από τους συνασκητές τους και τους θρήνησαν οι ευσεβείς Λειψώτες και οι συμπατριώτες τους. Και όλοι μας τους διατηρούμε στη μνήμη μας με ευγνωμοσύνη και σεβασμό θεωρώντας τους καταξιωμένους οσιομάρτυρες.