Bottom Background

+ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ 9-2-2025

Μέσα στον απόηχο της εορτής της Υπαπαντής, αρχίζει σήμερα η κατανυκτική και σπουδαία περίοδος του Τριωδίου. Είδαμε κατά την παρελθούσα περίοδο των εορτών, τον Υιό και Λόγο του Θεού να ταπεινώνεται, να διασχίζει το χάος μεταξύ Θεού και Ανθρώπου και να γίνεται άνθρωπος για εμάς. Τον είδαμε να κλίνει τον αυχένα στα νερά του Ιορδάνου, όπου σύχναζαν όλοι οι αμαρτωλοί και μετανοημένοι, Αυτόν τον Αναμάρτητο. Και ως βρέφος ταπεινό και ελάχιστο να εισέρχεται στον ναό και να κρατείται στα αδύναμα χέρια του Συμεών, Αυτόν που συντάραξε το όρος Σινά και κρατάει τα σύμπαντα στα χέρια Του.



Περισσότερα…

Στοιχεία Επικοινωνίας

 

Νήσος Λέρος: Γραφείο Μητροπολίτου:  Τηλ. & Fax:  2247023211

Βοηθός Επίσκοπος:  Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Στρατονικείας κ. Στέφανος, τηλ. 6974078940

Αρχιερατικός Επίτροπος εν Λέρω: π. Νικόδημος Φωκάς, πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου, τηλ. 6944284433  &  2247022527.

Γραμματεία – γραφείο γάμων-διαζυγίων-βαπτίσεων: τηλ. & fax.: 2247023211

email: mitropolerou@yahoo.gr  και  imlerou1888@gmail.com

Ταχυδρομική Δ/νση: Άλιντα – Λέρος, Τ.Κ. 85400

Νήσος Κάλυμνος: Γραφείο Μητροπολίτου: Τηλ. & Fax.: 2243022700

Αρχιερατικός Επίτροπος εν Καλύμνω, π. Αμφιλόχιος Σακαλλέρος, πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου, τηλ. 2243029303

Γραμματεία – γραφείο γάμων-διαζυγίων-βαπτίσεων: τηλ.: 2243059694

email: imkalymnoy2011@yahoo.gr

Ταχυδρομική Δ/νση: Κάλυμνος, Τ.Κ. 85200

Νήσος Αστυπάλαια: Γραφείο Μητροπολίτου, τηλ. 2243061875 , Fax. 2243061875 & 2243061101

Αρχιερατικός Επίτροπος εν Αστυπαλαία, π. Δημήτριος Αχλαδιώτης, τηλ. 2243061295  &  6986170076

Ταχυδρομική Δ/νση:  Αστυπάλαια, Τ.Κ. 85900

ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ

Γενικόν Φιλόπτωχον Ταμείον Ιεράς Μητροπόλεως Λέρου, Καλύμνου και Αστυπαλαίας και Ενοριακά τοιαύτα.


ΟΡΦΑΝΟΤΡΟΦΕΙΑ:

  • Αρρένων: «Μιχαήλειον Σπίτι Στοργής» Καλύμνου, τηλ. 22430– 29442. Επιστασία της Αυτού Σεβασμιότητος. Δ/ντής ο π.Ηλίας Μουζουράκης.


Περισσότερα…

ΣΥΝΕΔΡΙΑΚΑ ΚΕΝΤΡΑ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ

Εν Λέρω

«ΣΧΟΛΗ ΣΟΦΙΑΣ» (Πατριαρχική Εγκύκλιος της 23ης Σεπτεμβρίου 1999). Συνεδριακό Κέντρο της Ι.Μητροπόλεως Λέρου, Καλύμνου και Αστυπαλαίας, το οποίον στεγάζεται εις το ανεγερθέν, παρά θινʼ αλός, κτίριον επί των ερειπίων του βομβαρδισθέντος κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο πατριαρχικού θερέτρου, του από Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχου Αλεξανδρείας Σωφρονίου του Βυζαντίου (1880), όπερ ενεκαινιάσθῃ την 26ην Σεπτεμβρίου 1999, υπό της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ.ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ του Α΄.



Περισσότερα…

Οδηγίες για την τέλεση Μνημόσυνου

Από την παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας ορίζονται τα Σάββατα ως οι πιο κατάλληλες ημέρες τελέσεως μνημοσύνων για την ανάπαυση των ψυχών των κεκοιμημένων ορθοδόξων χριστιανών.



Περισσότερα…

Οδηγίες για την τέλεση Κηδείας

Για την τέλεση της Κηδείας πρέπει απαραίτητα να προσκομίζεται άδεια ταφής.

Δεν επιτρέπεται η εξόδιος ακολουθία σε αιρετικούς, αλλόθρησκους και σε μάρτυρες του Ιεχωβά.



Περισσότερα…

Οδηγίες για την τέλεση του μυστήριου του βαπτίσματος

Για την τέλεση του Ιερού Μυστηρίου του Βαπτίσματος απαιτείται η έκδοση ΑΔΕΙΑΣ ΒΑΠΤΙΣΕΩΣ από την Ιερά Μητρόπολη, με τα παρακάτω απαιτούμενα δικαιολογητικά που πρέπει να προσκομίσουν οι γονείς:



Περισσότερα…

ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ

ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΑ  ΣΧΟΛΕΙΑ:

  • Υπεύθυνοι δια την κατήχησιν εν Λέρω: άπαντες οι εφημέριοι και ο διδάσκαλος κ.Αναστάσιος Χατζηλάρης.
  • Υπεύθυνοι δια την κατήχησιν εν Καλύμνω: ο Γεν.Αρχιερατικός Επίτροπος Καλύμνου πρωτ.Αμφιλόχιος Σακαλλέρος και οι Ιερείς π.Ισίδωρος Γλυνάτσης, π.Νικόλαος Καζαβούλης, π.Ιγνάτιος Απορέλλης και οι θεολόγοι κ.κ. Αριστείδης Χαλκίτης και Ζαχαρίας Ζαχαρίου.


Περισσότερα…

ΙΕΡΑΙ ΜΟΝΑΙ

Ι. Μονή Παναγίας Κάστρου.

Εποπτεύεται υπό Κοσμητείας, υπό την προεδρείαν του Σεβ.Μητροπολίτου Λέρου, Καλύμνου και Αστυπαλαίας κ.Παϊσίου.

Επί του λόφου Απιτύκι στο κέντρο σχεδόν του νησιού της Λέρου , υψώνεται το Μεσαιωνικό Κάστρο της Παναγίας, το οποίο πήρε το όνομά του από το Ναό της Θεοτόκου όπου είναι αποθησαυρισμένο το «Ιερό Παλλάδιο των Λερίων» , η εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας, που με θαυμαστό τρόπο έφθασε στο νησί της Λέρου την εποχή της Εικονομαχίας. Σε χρυσόβουλο του Αλεξίου Κομνηνού το Κάστρο απαντάται με την ονομασία Κάστρο Παντελίου και είναι εδρασμένο σε θεμέλια Αρχαίας Ακρόπολης, στη σημερινή του δε μορφή το διαμόρφωσαν οι Ιππότες του Αγ.Ιωάννου μετά τους Βυζαντινούς του κτήτορες.

Ο ναός της Παναγίας είναι κτίσμα του 11ου αιώνα, το χρυσοποίκιλτο τέμπλο είναι του 1745 καθώς και ο Δεσποτικός Θρόνος και ο Αμβωνας. Στο χώρο του Κάστρου υπάρχει ακόμη ο ναός της Αγ.Τριάδας με σπαράγματα τοιχογραφιών του 9ου αιώνα, του Αγ.Νικολάου και ένας μεσαιωνικός ναός που πρόσφατα αφιερώθηκε στον Αγνωστο Χριστιανό Μάρτυρα. Επί αρχιερατείας δε Νεκταρίου Χατζημιχάλη αναπαλαιώθησαν ο ναός, ο περιβάλλων χώρος και τα παρεκκλήσια, ανηγέρθη δε εκ βάθρων ιδιαίτερος χώρος όπου συνελλέγησαν και φυλάσσονται Ιερά Κειμήλια όλων των ναών του νησιού, στον ίδιο χώρο φυλάσσεται δε και η προσωπική του βιβλιοθήκη. Επίσης εδώ είναι αποθησαυρισμένη η περίφημη βιβλιοθήκη της Παναγίας του Κάστρου που περιέχει χειρόγραφα και παλαίτυπα που χρησιμοποιούσαν σε δύσκολες εποχές οι μαθητές της Σχολής του Μοναχού Δαμασκηνού, ο οποίος την ίδρυσε και λειτούργησε στο χώρο αυτό για μισό περίπου αιώνα, αποτελεί δε το πρώτο Ελληνικό σχολείο του νησιού.

Στο κλίτος του ναού σε παλαιό τάφο ετάφη το 1992 η γνωστή ιεραπόστολος Μοναχή Γαβριηλία Παπαγιάννη.

Η Ιερά Μονή εορτάζει την 15η και 23η Αυγούστου.


Ι. Μονή Αγίων Αγγέλων, περιοχή Αγιος Πέτρος.

τηλ. 22470- 24442.

Στη ΝΔ πλευρά της νήσου Λέρου ανεγέρθη το 1994 η Ι.Μονή Αγίων Αγγέλων, όραμα της γνωστής ιεραποστόλου Μοναχής Γαβριηλίας Παπαγιάννη, την αφιέρωσε στους Αγίους Αγγέλους τους οποίους ευλαβείτο και η ίδια επέλεξε τον τόπο. Τον θεμέλιο λίθο έθεσε η Α.Θ.Π. ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ.Βαρθολομαίος το 1994. Το Καθολικό της Μονής και την ανατολική πτέρυγα ανήγειρε η υποτακτική της Γαβριηλία Γεωργίου μετά το Θάνατο της Γερόντισσας, οι άλλες τρείς πτέρυγες ανεγέρθησαν επί Αρχιερατείας του Μητροπολίτου πρώην Λέρου Καλύμνου & Αστυπαλαίας Νεκταρίου Χατζημιχάλη , με τη φροντίδα της τοπικής Εκκλησίας. Η τοποθεσία της Μονής είναι απείρου κάλλους και ο προσκυνητής έχει την αίσθηση ότι βρίσκεται στα Καρούλια του Αγ. Ορους. Τα παλαιοχριστιανικά ερείπια της περιοχής μαρτυρούν ότι στο χώρο άνθισε η Χριστιανική Θρησκεία και ίσως ο ιστορικός κάποτε ανακαλύψει ότι εκεί υπήρχε παλαιότερη Μονή.

Η Ιερά Μονή πανηγυρίζει στις 26 Μαρτίου και 6 Σεπτεμβρίου.


ΙΕΡΑΙ ΜΟΝΑΙ ΕΝ ΚΑΛΥΜΝΩ

 ΑΝΔΡΩΝ:
Ι. Μονή Αγίου Παντελεήμονος

Επιστάται: Ιερομόναχος π.Γαβριήλ Γλυκοκάλαμος, τηλ. 22430– 48270.

Η Ιερά Μονή εποπτεύεται υπό πενταμελούς Επιτροπής, υπό την προεδρείαν του Σεβ.Μητροπολίτου Λέρου, Καλύμνου και Αστυπαλαίας κ. Παϊσίου και των μελών: πρωτ.Αμφιλοχίου Σακαλλέρου, αντιπροέδρου, Ιερομ. Γαβριήλ Γλυκοκάλαμου, π.Κων/νου Σμαλιού, ταμία, κ.Ηλία Μισσού, γραμματέως και π.Μιχαήλ Μπουλαφέντη.

Προς το δυτικό μέρος του νησιού της Καλύμνου, στην άκρη μιας ορθόκοφτης χαράδρας διακρίνεται η είσοδος μιας απέριττης σπηλιάς – ναυδρίου αφιερωμένο στον Αγ. Παντελεήμονα , όπου φυλάσσεται η θαυματουργή του εικόνα διακοσίων περίπου ετών. Παλαιότερα μετόχι της Μονής Παναγίας Χοτζεβίτισσας Αμοργού. Το 1780 ήλθε στη Μονή ο Ιερομόναχος Γεράσιμος Γερασίμου , έως τότε καθηγητής της Ανωτέρας Σχολής της Σύμης, όπου ίδρυσε κρυφό σχολειό. Κατά τον ιστορικό Γιάννη Ζερβό είναι η παλαιοτέρα Μονή της Καλύμνου , γνωστή ως “Αγία Μονή”. Λειτούργησε ως Ανδρώα Μονή έως τις μέρες μας.

Η Ιερά Μονή εορτάζει την 27η Ιουλίου.


ΓΥΝΑΙΚΕΙΑΙ:

Ι. Μονή Ευαγγελιστρίας Αργους

Προεστώσα μοναχή Νυμφοδώρα, τηλ. 22430– 47199.

Μοναχαί 5.

Η Ιερά Μονή εποπτεύεται υπό Κοσμητείας, υπό την προεδρείαν του Σεβ. Μητροπολίτου κ. Παϊσίου.

Στην Ανατολική άκρη του οροπεδίου του Αργους , συναντάμε την αρχαιότερη Γυναικεία Κοινοβιακή Μονή της Καλύμνου. Κτητόρισσα και πρωτοπόρος του γυναικείου μοναχισμού στην Κάλυμνο η μακαριστή Γερόντισσα Μαγδαληνή. Το Καθολικό της Μονής και ένα κελί χτίσθηκαν το 1865 από τον κατά σάρκα πατέρα της μοναχής Μαγδαληνής, αργότερα προστέθηκαν και τα υπόλοιπα κτίσματα της Μονής. Ενεργό μέρος πήρε η Μονή της Ευαγγελιστρίας στο σοβαρό εκκλησιαστικό θέμα του «Αυτοκεφάλου» το 1935 επί Ιταλικής κατοχής. Μεγάλο και το φιλανθρωπικό της έργο κατά την περίοδο του Βʼ Παγκοσμίου Πολέμου. Μεταπολεμικώς το 1945 οργανώθηκαν και λειτουργούν εκεί εργαστήρια υφαντουργίας με ειδικότητα στην τοπική παραδοσιακή στολή.

Η Ιερά Μονή εορτάζει την 25η Μαρτίου.


Ι. Μονή Αγίας Αικατερίνης, Βοθύνοι.

Ηγουμένη μοναχή Νεκταρία, Μοναχαί 12, τηλ. 22430– 29428.

Στη νότια πλευρά του νησιού της Καλύμνου στην περιοχή των Βοθυνών βρίσκεται η Μονή της Αγ.Αικατερίνης, η οποία χτίσθηκε εκεί καθʼυπόδειξη της Αγίας στην Μαρία Ζηρούνη , κατόπιν Μακαρία Μοναχή , Κτητόρισσα και πρώτη Ηγουμένη της Μονής , περί το 1866. Το 1912 , αφού στη Μονή είχαν εγκαταβιώσει 22 Μοναχές , ο τότε Μητροπολίτης Κυρός Γερμανός δια Μητροπολιτικής Πράξης ανεγνώρισε τη Μονή. Το 1915 επεκυρώθηκαν υπό του Αρχιερατικού Επιτρόπου Οικον. Θεοφίλη Καραφύλλη “Ο Κανονισμός της εν Αρβανίτη Γυναικείας Μονής Αγίας Αικατερίνης ” και ο κανονισμός “ Περί Ηγουμένης , Συμβουλίου και Διοικήσεως της Μονής ”. Γρήγορα η Μονή ανεδείχθη σε πνευματικό «Διδασκαλείον Αρετής». Η Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης συνεχίζει και σήμερα την ιερή αποστολή της και επειδή ανέκαθεν ακολουθεί το παλαιό ημερολόγιο, τελώντας βέβαια υπό τις ευλογίες του οικείου Μητροπολίτου Λέρου Καλυμνου & Αστυπαλαίας , δέχεται στην αγκαλιά της τους παλαιοημερολογίτες της Καλύμνου σώζωντάς τους έτσι από πολλές παλαιοημερολογίτικες παραφυάδες που δρούν στο νησί.

Η Ιερά Μονή εορτάζει την 25η Νοεμβρίου και 13 ημέρες μετά εορτάζει και με το παλαιό ημερολόγιο.


Ι. Μονή Αγίων Πάντων.

Ηγουμένη μοναχή Κυπριανή, Μοναχαί 8, τηλ. 22430– 28991.

Πάνω από το λιμάνι της Πόθιας στην Κάλυμνο βρίσκεται η Ιερά Μονή Αγ. Πάντων. Ιδρυτής της υπήρξε κατά το τέλος του 19ου αιώνα ο ασκητικός Ιερομόναχος Ιερόθεος Κουρούνης με μια μικρή γυναικεία Μοναχική αδελφότητα , της οποίας προίστατο η ταπεινή Γερόντισσα Θέκλα. Δύο χρόνια μετά την κοίμηση του π.Ιεροθέου, κατά την πρόρρησή του, το 1926 ήλθε στη Μονή μια άλλη οσιακή μορφή ο π.Σάββας ο Χοτζεβίτης ο οποίος έμελλε να σφραγίσει με την παρουσία του και την οσιακή του κοίμηση τόσο τη Μονή όσο και ολόκληρο το νησί της Καλύμνου. Η Μονή συγκροτήθηκε επίσημα δια Μητροπολιτικής Πράξης του τότε Μητροπολίτου Κυρού Ισιδώρου το 1952 και ενθρονίζεται ως Ηγουμένη η Γερόντισσα Φιλοθέη. Σημαντικό το πνευματικό της έργο από της ιδρύσεως της, ιδιαίτερα δε την περίοδο της Ιταλοκρατίας , έως σήμερα. Ιδιαίτερα δε μετά την ανακομιδή του άφθαρτου ιερού λειψάνου του Αγ.Σάββα στη Μονή προσέρχεται κάθε πονεμένη ψυχή που ζητάει ανάπαυση και τις πρεσβείες του Αγίου.

Η Ιερά Μονή εορτάζει την 5η Κυριακή των Νηστειών και την Κυριακή των Αγίων Πάντων.


Ι. Μονή Αναλήψεως.

Ηγουμένη μοναχή Πουλχερία, Μοναχαί 2, τηλ. 22430– 29479.

Κοντά στη Χώρα Καλύμνου , στην « Πλαγκιόστρατα » , βρίσκεται η Ιερά Μονή Αναλήψεως. Κτητόρισσες οι κατά σάρκα αδερφές Σεβαστή , αργότερα Μοναχή Ευσεβία και Μαρίκα , αργότερα Μοναχή Μαρία (Αλαχούζου). Η Μοχαχή Ευσεβία εκάρη Μεγαλόσχημος από το Γέροντά της Αμφιλόχιο Μακρή στην Ιερά Μονή του Ευαγγελισμού στην Πάτμο και μετά από 10ετή παραμονή στη Μονή της μετανοίας της , επέστρεψε στην Κάλυμνο και με τη συνδρομή της αδερφής της συγκρότησαν και ανάδειξαν την Ιερά Μονή Αναλήψεως στην οποία ενεθρονίσθη πρώτη Ηγουμένη το 1951 , έτος κατά το οποίο έγινε και η αναγνώριση της Μονής δια Μητροπολιτικής Πράξης από τον τότε Μητροπολίτη Κυρό Ισίδωρο. Με τις άοκνες προσπάθειες των αδερφών της Μονής οργανώθηκαν ιερορραφείο και χρυσοκεντητήριο Ιερών Αμφίων και καλυμμάτων. Μεγάλο δε και το φιλανθρωπικό έργο της Μονής.

Η Ιερά Μονή εορτάζει κατʼ έτος την εορτή της Αναλήψεως του Κυρίου.


Ι. Μονή Παναγίας Ελεούσης Ρότσου.

Ηγουμένη μοναχή Αγνή, Μοναχαί 10, τηλ. 22430– 29535.

Η ίδρυση της Ιεράς Μονής «Παναγία Ελεούσα» Ρότσο είναι καρπός των προσπαθειών του π.Αμφιλοχίου Μακρή, εγκατεστημένη σε κτήμα της οικ. Βουβάλη.

Η αδελφότητα της Μονής συγκροτήθηκε από αδελφές του «Ιδρύματος Ελέους» οι οποίες αφού προσέφεραν τις υπηρεσίες τους εθελοντικά σε διαφόρους φιλανθρωπικούς σκοπούς από το 1953, εγκαταβίωσαν κατόπιν στη Μονή συνεχίζοντας το φιλανθρωπικό τους έργο. Η Μονή συνεστήθη με Μητροπολιτική Πράξη του τότε Μητροπολίτου Κυρού Ισιδώρου τον Ιανουάριο του 1982. Μεγάλο και θεάρεστο τόσο το φιλανθρωπικό της έργο στο τοπικό νοσοκομείο, στα ορφανοτροφεία και στους απόρους, όσο και η δραστηριοποίηση της στην ενίσχυση της Ιεραποστολής στην Κορέα, Ζαίρ και Ινδίες. Στη Μονή οργανώθηκε Αγιογραφείο όπου νέες είχαν τη δυνατότητα να διδαχθούν την Ιερά Τέχνη και με τη συμπαράστασή της επίσης λειτουργεί στην Κάλυμνο το χριστιανικό βιβλιοπωλείο “Η Αλήθεια”.

Η Ιερά Μονή εορτάζει τη 2α Ιουλίου.

Χρήσιμοι σύνδεσμοι

Οικουμενικόν Πατριαρχείον www.ec-patr.org
Πατριαρχείον Αλεξανδρείας www.patriarchateofalexandria.com
Πατριαρχείον Ιεροσολύμων www.jerusalem-patriarchate.info
Πατριαρχείον Αντιοχείας www.antiochpat.org
Εκκλησία της Ελλάδος www.ecclesia.gr
Εκκλησία της Κύπρου www.churchofcyprus.org.cy
Δήμος Αστυπάλαιας www.astypalaia.gr
Δήμος Καλύμνου
www.kalymnos.gov.gr
Δήμος Λέρου www.leros.gr

Εικόνες περίπυστοι

  • Παναγία του Κάστρου Λέρου.
  • Αγίας Ματρώνης Χιοπολίτιδος (Αγία Κιουρά) Λέρου.
  • Αγιος Παντελεήμων Καλύμνου.
  • Παναγία Κυραψηλή Καλύμνου.
  • Παναγία Γαλατιανή Καλύμνου.
  • Παναγία ἡ Πορταΐτισσα Αστυπαλαίας.

Τόποι προσευχής – Ιερά Λείψανα

Τόποι προσευχής και περισυλλογής:

  • Παναγία του Κάστρου, εν Λέρω.
  • Αγίου Παντελεήμονος, εν Καλύμνω.
  • Οσίου Σάββα του Νέου, εν Καλύμνω.

Ιερά Λείψανα:

  • Οσίου Σάββα, στην Ιερά Μονή των Αγίων Πάντων Καλύμνου, όπου ανηγέρθη μεγαλοπρεπής Ι. Ναός εις την μνήμην Του καί τεθησαύρισται άφθορο καί μυροβόλο το τίμιόν Του Λείψανον.
  • Οσίας Γαβριηλίας, εν Λέρω, στην Ιερά Μονή Παναγίας Κάστρου.
  • Οσίου Ανθίμου, εν Αστυπαλαία.
  • Αγίου Νεκταρίου, εν Καλύμνω.
  • Αγίου Νικολάου, εν Καλύμνω.

Εικόνες περίπυστοι:

  • Παναγία του Κάστρου Λέρου.
  • Αγίας Ματρώνης Χιοπολίτιδος (Αγία Κιουρά) Λέρου.
  • Αγιος Παντελεήμων Καλύμνου.
  • Παναγία Κυραψηλή Καλύμνου.
  • Παναγία Γαλατιανή Καλύμνου.
  • Παναγία η Πορταΐτισσα Αστυπαλαίας.

Τοπικαί Εορταί

  • Οσιος Σάββας, εν Καλύμνω ασκήσας (+1948). Ε΄ Κυριακή Νηστειών και 5 Δεκεμβρίου.
  • Αγιος Παντελεήμων, εν Καλύμνω, 27 Ἰουλίου.
  • Παναγία του Κάστρου, εν Λέρω, 15 καί 23 Αυγούστου.
  • Παναγία ἡ Πορταΐτισσα, εν Αστυπαλαία, 15 Αυγούστου.
  • Οσιος Ανθιμος ο εν Αστυπαλαία ασκήσας, 3 Σεπτεμβρίου.
  • Παναγία Κυραψηλή, εν Καλύμνω, 15 Αυγούστου.
  • Παναγία Γαλατιανή, ἐν Καλύμνω, 15 Αυγούστου.
  • Παναγία νήσου Τελένδου, 15 Αυγούστου.
  • Παναγία νήσου Ψερίμου, 15 Αυγούστου.
  • Οσιος Ιωνάς ο Λέριος, 28 Φεβρουαρίου.

Όσιος Ιωνάς ο Λέριος

Από το «ΒΡΑΒΕΙΟΝ» της Ιεράς και Βασιλικής Μονής του Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο, διαπιστώνουμε ότι πολλοί Λέριοι τους πέντε προηγούμενους αιώνες άφησαν τη Λέρο και πήγαν στη Μονή της Πάτμου δια να μονάσουν. Ενας από αυτούς ήταν και ο μοναχός ΙΩΝΑΣ δια τον οποίον στο «ΒΡΑΒΕΙΟ» αναφέρονται :



Περισσότερα…

Οσιος Σάββας εν Καλύμνω

Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ νέος ὁ ἐν Καλύμνῳ

Γόνος γέγονας Γάνου καί χώρας

Μέγα καύχημα νήσου Καλύμνου

παμμακάριστε Σάββα, πατήρ ἡμῶν

καί γάρ ὁδόν διελθών τῆς ἀσκήσεως

τοῦ ἀκροτάτου τέλους ἐπέτυχες.

Δι’ ὅ πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ

σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.


Ο ΟΣΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ Ο ΕΝ ΚΑΛΥΜΝΩ ΚΑΤΑΓΩΓΗ – ΜΟΡΦΩΣΗ – ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ

Ο θεόφρων πατήρ ημών Σάββας ο νέος ο εν Καλύμνω, γεννήθηκε το έτος 1862 στην Ηρακλείτσα (αναφέρεται και η Γάνου Χώρα της περιφέρειας Αβδίμ) της Ανατολικής Θράκης, από πτωχούς γονείς, τον Κωνσταντίνο, που ασκούσε το επάγγελμα του μικροπωλητού και τη Σμαραγδή. Ήταν μοναχοπαίδι και κατά το βάπτισμα έλαβε το όνομα Βασίλειος. Από μικράς ηλικίας ήταν πιστός και ευσεβής, αλλά και ένθερμος εραστής της αγγελικής μοναχικής ζωής. Αφού τελείωσε τα εγκύκλια μαθήματα και φύλαξε τον εαυτό του καθαρό από κάθε μολυσμό, δεν συνέχισε τις σπουδές του στο γυμνάσιο, είτε διότι δεν είχε τη δύναμη ο πατέρας του, είτε διότι ο ίδιος ο Βασίλειος δεν είχε διάθεση περαιτέρω μορφώσεως. Κατόπιν τούτου, οι γονείς του του άνοιξαν ένα μικρό κατάστημα. Ο Βασίλειος, άγοντας το 12ο έτος της ηλικίας του, διαπίστωνε καθημερινά, ότι το επάγγελμα που ασκούσε δεν ήταν στη φύση του. Έπρεπε, λοιπόν, να κόψει το δεσμό που του δημιουργούσε αυτό με τον υλικό κόσμο και να προχωρήσει στο πέλαγος της χάριτος του Θεού. Ήθελε να ζήσει για τον Χριστό και μόνο. Η μητέρα του, μόλις πληροφορήθηκε τους πόθους του τον εβεβαίωσε ότι «αν το κάνεις αυτό θ΄ αποθάνω».

ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΕΙ ΤΑ ΕΓΚΟΣΜΙΑ

Στην απαλή ηλικία των 12 ετών αντιμετωπίζει τον μέγα τούτο προβληματισμό. Η έλξη του Θεού είναι ισχυρότατη, όπως και η κλίση του. Το «φύγε και σώζου» κυριάρχησε και έτσι, μία ημέρα ιστορική, αλλά και λαμπρή, έβαλε το κλειδί του καταστήματος κάτω από μία πέτρα και κατέβηκε στο λιμάνι για να πραγματοποιήσει την απόφασή του. Ως ελάφι, τώρα, κατευθύνεται προς το ευώδες περιβόλι της Παναγίας, το Άγιον Όρος. Εκεί, εγκαταβιώνει στη Σκήτη της Αγίας Άννης, όπου και απολαμβάνει τους πρώτους καρπούς των ιερών πόθων του. (Κατ΄άλλη γνώμη, που στηρίζεται σε διηγήσεις, πρώτα πήγε στα Ιεροσόλυμα). Στη Σκήτη αυτή δέχθηκε το βάρος της μοναστικής δοκιμασίας επί 12 έτη (κατ΄άλλους επί 6 έτη) και ασκήθηκε στο έργο της αγιογραφίας και της βυζαντινής μουσικής.

ΜΕΤΑΒΑΙΝΕΙ ΣΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ

Μετά από προσευχή παίρνει την απόφαση να πάει στα Ιεροσόλυμα. Διέρχεται από την γενέτειρά του, επισκεπτόμενος δε τους γονείς του, αναγνωρίζεται από κάποιο σημάδι του μετώπου του. Ο πειρασμός θερμαίνεται και πάλι. Πάλι εμπόδια από τη μητέρα του. Φεύγει ο ακτήμων με τη βοήθεια πλουσίου ανδρογύνου, που πηγαίνει στους Αγίους Τόπους. Ως χρόνος αφίξεώς του στα Ιεροσόλυμα αναφέρεται το έτος 1887, σε έγγραφο του Αρχιγραμματέως του ομωνύμου Πατριαρχείου. Αφού προσκύνησε με δέος και ευλάβεια τους Αγίους Τόπους, εισέρχεται στην ιστορική Μονή του Χοτζεβά και γίνεται αδελφός αυτής.

ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΟΝΑΧΟΣ ΚΑΙ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ

Μετά τριετή ενάρετο και οσιακό βίο στη Μονή αυτή κείρεται το έτος 1890 Μοναχός. Οπλισμένος με την αγιαστική χάρη και θωρακισμένος με την αήττητη πανοπλία του αγγελικού σχήματος, το 1894 αποστέλλεται από τον Καθηγούμενο της Μονής στο Άγιον Όρος για να ασκηθεί στην Ιερά Σκήτη της Αγίας Άννης, υπό την καθοδήγηση του αειμνήστου Αρχιμανδρίτου Ανθίμου, εις την αγιογραφία, προφανώς να ειδικευθεί στην τέχνη. Επανέρχεται μετά 3ετίαν στην Ι. Μ. Χοτζεβά και το 1902 προχειρίζεται σε διάκονο και το επόμενο έτος σε πρεσβύτερο. Διατελεί επί ένα έτος (1906) εφημέριος της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού, όπου γνωρίζεται με τον Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, τον μετέπειτα καθηγητή του Πανεπιστημίου και Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος ως Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, αποφαινόμενος περί του Αγίου Σάββα, πριν ακόμα κοιμηθεί και αναγνωρισθεί η αγιότητά του, έλεγε στον Καλύμνιο φίλο του Γεράσιμο Ζερβό: «Να ξέρεις, Γεράσιμε, ότι ο πατήρ Σάββας είναι άγιος άνθρωπος». Το 1907 επανέρχεται στην Ιερά Μονή Χοτζεβά και ασχολείται, παράλληλα προς την έντονη πνευματική ενάσκησή του, με το ευλογημένο εργόχειρο της αγιογραφίας.

ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Το 1916, ύστερα από 26 χρόνια περίπου παραμονής στους Αγίους Τόπους επέστρεψε στην Ελλάδα. Έτσι σφραγίζει μια ωραία ασκητική ζωή, πλήρη πνευματικής καρποφορίας. Έφυγε από την έρημο του Ιορδάνου, όπου ζούσε «ως υψιπέτης αετός», τρεφόμενος ως πτηνό με μια κουταλιά βρεγμένο σιτάρι την ημέρα και νερό από τον ποταμό, διότι οι Άραβες πολεμούσαν τον ευλογημένο ερημικό βίο. Ευρισκόμενος στην Ελλάδα αναζητεί νέα γη ασκήσεως. Κατά το έτος της επιστροφής του, φαίνεται ότι μετέβη στη νήσο Πάτμο. Αφού παραμένει εκεί επί 2 έτη, πηγαίνει στο Άγιον Όρος, απ΄όπου κατέρχεται στην Αθήνα για να αγοράσει υλικά αγιογραφίας. Κατά το διάστημα αυτό και μέχρι μεταβάσεώς του στην Αίγινα φαίνεται ότι μετέβη στο ξερονήσι Παραμπόλα και στην Ύδρα.

ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΤΑΙ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ ΣΤΗ ΑΙΓΙΝΑ

Στην Αθήνα συναντά υποτακτικό του Αγίου Νεκταρίου, ο οποίος τον πληροφορεί ότι τον αναζητεί. Απ΄αυτό συνάγεται ότι οι δύο Άγιοι είχαν προηγούμενη γνωριμία. Από την Αθήνα, λοιπόν, πηγαίνει στην Αίγινα, όπου διακονεί τον Άγιο Νεκτάριο μέχρι την κοίμησή του. Η μετά του Αγίου Νεκταρίου συγκαταβίωσή του συνέβαλε πολύ στην περαιτέρω πνευματική πρόοδο του Οσίου. Εγνώρισε την αυστηρά άσκηση του Αγίου Νεκταρίου, τους πολέμους των μικρών ανθρώπων, αλλά και την αναμφισβήτητη αρετή του, την παροιμιώδη ταπείνωση και απλότητά του. Είδε τη θεία κοίμησή του, η οποία εβεβαίωσε την ευαρέσκεια προς αυτόν του Παναγάθου Θεού με τα έκδηλα σημεία του Αγίου Μύρου και της ευωδίας, αλλά κυρίως της θαυματουργικής χάριτος. Εις την Αίγινα παραμένει μέχρι το έτος 1926. Αναχωρεί για την Αθήνα, διότι στη Μονή προσέρχεται πολύς κόσμος και ο θόρυβος τον κουράζει. Στην Αθήνα συναντά τον Γεράσιμο Ζερβό, ο οποίος τον φιλοξενει στο σπίτι του και τον πείθει τελικά να μεταβεί στην Κάλυμνο.

ΜΕΤΑΒΑΙΝΕΙ ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΜΝΟ

Το ίδιο έτος (1926) φθάνει στην Κάλυμνο, όπου μετά από κάποια έρευνα-περιπλάνηση εγκαταβιώνει οριστικά στην Ιερά Μονή Αγίων Πάντων. Σ΄αυτή τη Μονή, της οποίας τυγχάνει κτήτορας, είχε ασκητεύσει και ο ενάρετος και διορατικός Ιερομόναχος π. Ιερόθεος Κουρούνης. Ο θεσπέσιος αυτός λειτουργός του Υψίστου, προ της κοιμήσεώς του, παρηγορώντας τις λυπημένες αδελφές είπεν: «μετ΄ολίγον θα έλθη εδώ ανώτερός μου». Και πράγματι επαληθεύθηκαν τα λόγια του. Ο π. Σάββας, ευθύς μετά την εγκατάστασή του στην Ιερά Μονή των Αγίων Πάντων, κτίζει με τη βοήθεια του Γεράσιμου Ζερβού τα επάνω κελλιά και αρχίζει μία έντονη πνευματική ζωή. Αγιογραφεί, τελεί τα Θεία Μυστήρια και τις Ιερές Ακολουθίες, εξομολογεί, διδάσκει με το στόμα και το παράδειγμά του και βοηθεί χήρες, ορφανά και φτωχούς. Ζει με ταπείνωση, άσκηση και προσφορά, ώστε το αγγελικό παράδειγμά του να ενθυμούνται με δάκρυα και συγκίνηση όσοι τον εγνώρισαν. Πάντοτε δε θα επικαλούνται με πίστη τη χάρη του στις ποικίλες δοκιμασίες της ζωής τους. Πρόθυμος όταν ζούσε, προθυμότατος μετά την κοίμησή του.

ΟΙ ΑΡΕΤΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ

Ήταν επιεικής και εύσπλαχνος στις αμαρτίες των άλλων, δεν ανεχόταν τη βλασφημία και την κατάκριση. Αυτά τα δύο πολύ τον ετάρασσαν. Η σκληρά άσκησή του του χάρισε την ευωδία του σώματός του, αλλά και την ασθένεια. Το πέρασμά του ηταν ευώδες. Αυτή η ευωδία θα εξέλθει και από το μνήμα του κατά την εκταφή του. Όπως σ΄όλους τους ανθρώπους του Θεού, έτσι και από τον π. Σάββα δεν έλλειψε «ο σκόλοψ τη σαρκί». Υπέφερε από προστάτη και σοβαρά κοιλιακή πάθηση. Για τον προστάτη έκανε εγχείρηση και θεραπεύτηκε. Όταν του έλεγαν να πάει στην Αθήνα να θεραπευθεί και για το κοιλιακό νόσημα, απαντούσε: «Αυτό, παιδί μου, θα μας σώση, τίποτε άλλο δεν κάναμε. Αυτό είναι το καλό που θα μας πάει στον Παράδεισο. Ο Θεός είναι μεγάλος». Ο π. Σάββας αγαπούσε όλους τους ανθρώπους και κατέβαλλε προσπάθεια για τη μετάνοιά τους και επιστροφή τους στον Χριστό. Η αγάπη του ηταν ειλικρινής και πηγαία. Ηταν δε αφιλοχρήματος. Ουδέποτε κρατούσε χρήματα. Από την αγιογραφία και τα μυστήρια ό,τι ελάμβανε τα έδινε στους πτωχούς, στις χήρες και τα ορφανά. Η ζωή του ήταν μία συνεχής κατάσταση αγίας υπακοής. Ενδεικτικό αυτού είναι και η υπακοή του να δεχθεί κατά την περίοδο σοβαράς ασθενείας, ο ακρότατος αυτός ασκητής (στο Άγιον Όρος κατ΄εντολή του γέροντά του) τον 15αύγουστο κρέας πετεινού. Ο μακάριος, για κάθε πνευματικό πρόβλημα ελάμβανε άνωθεν την πληροφορία και έτσι βάδιζε επί του ασφαλούς. Είχε πολλούς πειρασμούς και χάλασε πολλές παγίδες του διαβόλου. Κάποτε, και συγκεκριμένα μία Καθαρά Δευτέρα, για να μη τελέσει τις ακολουθίες του, τον έκλεισε επί τρεις ημέρες στο κελλί του. Ήταν χαριτωμένος και ευλογημένος από τον Κύριο. Πράος, ανεξίκακος, άδολος, υπάκουος και πονετικός.

ΤΟ ΟΣΙΑΚΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ

Εδόξασε τον άγγελο στη γη και τον άνθρωπο στους ουρανούς. Ήταν άγγελος και άνθρωπος και αντιστρόφως. Κατά τον τρόπο αυτό εκπλήρωσε τις ημέρες της επί γης πορείας του μέχρι της 7ης Απριλίου 1948, ότε παρέδωκε την αγία του ψυχή στον Κύριο. Περί το τέλος της ζωής του ευρίσκεται σε άκρα περισυλλογή και ιερά κατάνυξη. Επί τρεις ημέρες δεν εδέχθη ουδένα. Ευρίσκετο πλέον στο στάδιο της ιεράς μεταστάσεώς του. Έδωκε τις τελευταίες συμβουλές και εζήτησε την εν Χριστώ αγάπη και υπακοή. Όταν ο επιθανάτιος ρόγχος τον κατέλαβε και επί μακρόν συνεχίζετο, ξαφνικά λαμβάνει δυνάμεις, ενώνει τα μικρά ευλογημένα χέρια του και χειροκροτεί επανειλημμένα, ενώ από τα χείλη του εξέρχονται οι τελευταίες ιερές φράσεις: «Ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος». Ήταν η βεβαίωση της θείας μεταφυσικής πορείας του. Ήταν το κύκνειο άσμα της θεοφιλούς ζωής του. Την ώρα εκείνη ολίγες μόνον μοναχές περιέβαλαν μία αγία μορφή, έναν θαυμάσιο αγωνιστή της πίστεως και της ευσεβείας, έναν οικιστή του Παραδείσου. Ο ουρανός εγνώρισε τη μετάστασή του και επανηγύριζε. Έτσι, η γη εχάρισε στον ουρανό τον άγιο αυτό βλαστό της και ο ουρανός αποδέχθηκε την ιερά αυτή προσφορά. Είθε και εμείς, μιμούμενοι, κατά το δυνατόν, τις αρετές του Αγίου Σάββα του νέου, του θαυματουργού, αλλά και με τις πρεσβείες του να αξιωθούμε της Ουρανίου Βασιλείας. Αμήν.


Ο περικαλλής Ναός του Αγίου Σάββα στην Κάλυμνο


Το Ιερό Λείψανο του Αγίου Σάββα, το κελίον και ο τάφος του Αγίου.

ΟΣΙΑ ΓΑΒΡΙΗΛΙΑ Η ΕΝ ΛΕΡΩ

Ἀγάπης, σεμνή, πάντας στεγούσης στέγη
θεοσκέπαστος, Γαβριηλία, ὤφθης.

Το ανακοινωθέν του Οικουμενικού Πατριαρχείου:

Συνῆλθεν, ὑπό τήν προεδρείαν τῆς Α. Θ. Παναγιότητος, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος εἰς τάς τακτικάς αὐτῆς συνεδρίας τήν Τρίτην, 3ην, καί τήν Τετάρτην, 4ην τ.μ. Ὀκτωβρίου 2023, τῆς νέας Συνοδικῆς περιόδου καί τοῦ νέου Ἐκκλησιαστικοῦ Ἔτους. Ἐν ἀρχῇ ἀντηλλάγησαν αἱ εἰθισμέναι προσφωνήσεις καί ἀντιφωνήσεις μεταξύ τοῦ Παναγιωτάτου Πατριάρχου καί τοῦ πρώτου τῇ τάξει τῶν νέων Συνοδικῶν Παρέδρων, Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης κ. Εὐγενίου.

Κατά τήν πρώτην συνεδρίαν, εἰσηγήσει τῆς Κανονικῆς Ἐπιτροπῆς, κατετάγη εἰς τό Ἁγιολόγιον τῆς κατ᾿ Ἀνατολάς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἡ Μοναχή Γαβριηλία (Παπαγιάννη), ἡ Κωνσταντινουπολίτις, ἡ ἐν Λέρῳ τελειωθεῖσα, διακριθεῖσα διά τάς κατά Χριστόν ἀρετάς τῆς ἐλεημοσύνης, τῆς φιλανθρωπίας καί τῆς ἀπολύτου ἀφοσιώσεως καί ἐμπιστοσύνης εἰς τό θέλημα τοῦ Κυρίου.

Ἐπίσης, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος ἐξέφρασε τήν εὐχήν καί διετύπωσε τήν προτροπήν ὅπως ὡς τάχιστα ἐπιστρέψουν εἰς τήν πατρίδα καί τάς ἑστίας των αἱ χιλιάδες τῶν ἐξ Οὐκρανίας παιδίων, ἅτινα βιαίως μετεφέρθησαν εἰς τήν Ρωσσικήν Ὁμοσπονδίαν.

Ἐξ ἄλλου, κατ᾿ ἀμφοτέρας τάς συνεδρίας ἐθεωρήθησαν ἅπαντα τά ἐν τῇ ἡμερησίᾳ διατάξει ἀναγεγραμμένα θέματα, ἐφ᾿ ὧν καί ἐλήφθησαν αἱ προσήκουσαι ἀποφάσεις.

Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας
τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου


Ἀκολουθεῖ ἡ Πράξη Ἁγιοκατατάξεως:


ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ (1897-1992) – ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «Η ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ»

…Ἡ Αὐρηλία Παπαγιάννη γεννήθηκε στίς 2/15 Ὀκτωβρίου τοῦ 1897, στήν Κωνσταντινούπολη, σάν παιδί, μεγάλωσε στήν Πόλη, στό Φανάρι. Ὁ πατέρας της, ὁ Ἠλίας Παπαγιάννης τοῦ Σωτηρίου καί τῆς Βασιλικῆς, ἦταν ὁ ἀντιπρόσωπος τῆς γαλλικῆς ἑταιρείας «Messagerie de France» κι ἕνας εὔπορος ξυλέμπορος. Μητέρα της ἦταν ἡ Βικτωρία Χριστάκη Παπαγιάννη, κόρη τοῦ ἰατροῦ Χριστάκη, πού ἦταν θεράπων ἰατρός τοῦ Σουλτάνου. Αὐτός τόν εἶχε ἀμείψει γιά τίς ὑπηρεσίες του μέ μιά μεγάλη ἔκταση στή Βόρεια Ἑλλάδα, τό χωριό Λόφοι, κοντά στή Φλώρινα. Ἡ Βικτωρία ἦταν καί δισέγγονη τοῦ Χαρίσιου Δ. Μεγδάνη, τοῦ λογίου ἱερέα, φιλικοῦ, συγγραφέα καί διδασκάλου τῆς Σχολῆς τῆς Κοζάνης, ὅπου καί εἶχε χαρίσει τή βυζαντινή βιβλιοθήκη του…

…Ἦταν ἕνα χαριτωμένο κοριτσάκι, γεμᾶτο ἀγάπη γιά ὅλους. Ὁ πατέρας της καί τά τρία της ἀδέλφια, πού ἦταν ἀρκετά πιό μεγάλα στήν ἡλικία, τῆς εἶχαν ξεχωριστή ἀδυναμία. Μέ τή μητέρα της ὅμως τή συνέδεε κάτι τό πολύ ἰδιαίτερο. Τῆς ἦταν ἀδύνατον νά μένει μακριά της. Ἀπό παιδί, ζοῦσε μέσα στήν ἀγάπη τῶν γονέων καί τῶν ἀδελφῶν της…

…Ὡς μαθήτρια, φοίτησε στό Ζάππειο Παρθεναγωγεῖο. Στό σπίτι ἔπαιρνε ἰδιαίτερα μαθήματα Γαλλικῶν καί Ἀγγλικῶν μέ ξένες δασκάλες, καθώς καί μαθήματα μουσικῆς καί πιάνου. Τόν χειμῶνα, καμμιά φορά «δημιουργοῦσε», μᾶς ἔλεγε, διάφορες ἀδιαθεσίες, βρογχίτιδες, πλευρίτιδες καί ἄλλα, κι ἔτσι μποροῦσε νά περνᾶ περισσότερο καιρό δίπλα στήν ἀγαπημένη της μητέρα. Στά παιδικά της, ἔλεγε στή νεανική της φίλη Ἑλένη Βίρβου, ἀπό τό διάβασμα προτιμοῦσε τό ρέμβασμα καί τό παιχνίδι. Ὅταν ὅμως μπῆκε στό γυμνάσιο, σοβάρεψε καί ἄρχισε νά εἶναι πολύ ἐπιμελής. Διάβαζε καί πάρα πολλά ἐξωσχολικά βιβλία. Μᾶς ἔλεγε ὅτι ἀγάπησε ἀπό τότε τούς Ἀρχαίους, ἀπό τούς ὁποίους ξεχώρισε γιά πάρα πολλά χρόνια τόν Ἐπίκτητο – τόν διάβαζε σχεδόν καθημερινά στά νιάτα της. Αὐτός, μᾶς ἔλεγε, τήν προετοίμασε γιά τό «Γενηθήτω τό θέλημά Σου»…

…Ἀγαποῦσε ὅλον τόν κόσμο κι ὅλος ὁ κόσμος τήν ἀγαποῦσε. Ὥσπου μιά μέρα, ἦταν τότε 15 χρονῶν, μιά δασκάλα τῆς εἶπε ὅτι ἔβρισκε ὅτι δέν εἶχε δύναμη χαρακτῆρος γιατί, λέει, δέν ἔκανε διακρίσεις καί ἀγαποῦσε καί τούς καλούς καί τούς κακούς. Δέν εἶχε, κατά τή γνώμη της, κρίση, κριτικό πνεῦμα! Παιδαγωγική… Γύρισε στό σπίτι προβληματισμένη. Πάει στή βιβλιοθήκη, πιάνει τήν Ἀντιγόνη τοῦ Σοφοκλῆ, τήν ἀνοίγει στήν τύχη, καί πέφτουν τά μάτια της στόν στίχο 523, στή φράση ὅπου λέει στόν Κρέοντα: «δέν γεννήθηκα νά μισῶ, ἀλλά ν’ ἀγαπῶ». «Οὗτοι συνέχθειν, ἀλλά συμφιλείν ἔφυν». Εἶχε πάρει τήν ἀπάντησή της, πού μάλιστα τῆς ταίριαζε πάρα πολύ. Ἔτσι συνέχισε νά ἀγαπᾶ μέ τόν ἴδιο τρόπο ὅλους καί ἀγνόησε τή δύστυχη δασκάλα. Δόξα τῷ Θεῷ! «Μά ποῦ τή βρίσκεις ὅλη αὐτή τήν ἀγάπη;», τή ρώταγε πενήντα χρόνια ἀργότερα ἡ Ἑλένη Βίρβου. «Πού τή βρῆκες τόση πολλή κι ἀγκαλιάζεις ὅλον τόν κόσμο;» Κι ἐκείνη τῆς ἀπάντησε: «Εἶναι πού αἰσθάνομαι πῶς, παρ’ ὅλες τίς δοκιμασίες πού εἶχα στή ζωή, ἤμουν ὅπως ὅλοι μας τό ἀγαπητό παιδί τοῦ Θεοῦ καί τῶν δικῶν μου. Ἐπειδή ἤμουν ἡ μικρότερη στό σπίτι, πατέρας, μητέρα κι ἀδέλφια μου ἔδειχναν ἐξαιρετική ἀγάπη. Ἔτσι κι ἐγώ, μ’ αὐτή τους τήν ἀγάπη καί τό παράδειγμα ἔμαθα νά ἀγαπῶ. Σκέψου ὅτι ἔγινα ὑπάκουη ἐνῶ δέν ἤμουν, γιά νά μήν τούς στενοχωρῶ καί γιατί κατάλαβα ὅτι ὅ,τι μοῦ ζητοῦσαν ἦταν αὐτό πού ἔπρεπε»…

…Ἡ οἰκογένεια Παπαγιάννη ζοῦσε στό ἰδιόκτητο σπίτι τους στό Ταξίμ, στό Πέρα. Τά καλοκαίρια ὅμως παραθέριζαν στό ἐξοχικό στή Χάλκη. Ἐκεῖ πρόεδρος τῆς Ἐφοροεπιτροπῆς εἶχε διατελέσει ὁ παπποῦς της, ὁ Σωτήρης Παπαγιάννης, ὅπως ἀναφέρει σχετικά ὁ Ἀκύλας Μήλας στό βιβλίο του «Ἡ Χάλκη των Πριγκηποννήσων». Ὁ Σ. Παπαγιάννης ἦταν ἐκεῖνος πού πρωτοέφερε τό τηλεγραφεῖο στή Χάλκη, καθώς ἐπίσης καί ἀργότερα στό Ἅγιον Ὅρος. Διετέλεσε πρέσβυς στή Βιέννη…

…Καί ἔρχεται τό 1923. Ἡ ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν τή βρίσκει οἰκογενειακῶς στή Θεσσαλονίκη. Ἐκεῖ, μπαίνει στό Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, ὡς ἀκροάτρια στή Φιλοσοφική Σχολή καί παρακολουθεῖ τά μαθήματα τῶν Δ. Γληνοῦ, Γ. Ἀποστολάκη, Μ. Τριανταφυλλίδη καί Ἀλ. Δελμούζου. Ἦταν ἡ δεύτερη φοιτήτρια πού φοίτησε σέ Ἑλληνικό Πανεπιστήμιο. Μιά χρονιά ἀρρώστησε βαριά. Εἶχε μεγάλο πυρετό καί οἱ δικοί της ἀνησυχοῦσαν. Ξαφνικά μέσα στή νύχτα, ἐνῶ κοιμούνταν ὅλοι, ἀκούει μέσα στό δωμάτιό της πατημασιές βαριές, κάτι σάν μεταλλικό ἦχο. Κι ὕστερα, ἕνα χέρι τράβηξε ξαφνικά τήν κουνουπιέρα. Ἦταν ἕνας νέος παράξενα ντυμένος. Τῆς λέει μέ καθησυχαστική φωνή: «Μή φοβᾶσαι. Αὔριο θά εἶσαι καλά, καί χάνεται…Ἔμπηξε μεγάλη φωνή, ἦρθε τρέχοντας ἡ μητέρα της νά δεῖ τί συνέβαινε. Ὅταν ἄκουσε τήν περιγραφή τοῦ παράξενου ἐπισκέπτη, σταυροκοπήθηκε καί εἶπε ἕνα «Δόξα Σοι, Κύριε!». Ξημέρωνε ἡ 26η Ὀκτωβρίου, τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, κι ὁ πυρετός ἔπεσε…

…Τά χρόνια περνοῦσαν. Τό 1932, εἶχε μιάν ἄλλη πνευματική ἐμπειρία, μέ μιάν εἰκόνα τοῦ Κυρίου. Διήρκεσε ὅλη τή νύχτα. Τό μήνυμα ἦταν νά φύγει γιά τήν Ἀθήνα, μακριά ἀπό τό ἀγαπημένο περιβάλλον της. Ἔφυγε ἀπό τούς δικούς της, μέ θάρρος ἀδάμαστο ξεκίνησε γιά τόν ἀγῶνα τῆς ζωῆς, νά ἐργασθεῖ, νά ζήσει μόνη, γράφει ἡ Ἑλένη Βίρβου, μιά της φίλη ἀπό τή Θεσσαλονίκη, μέ τήν ὁποία συνδέθηκε στά χρόνια τοῦ πολέμου στό Λονδῖνο. Στή Θεσσαλονίκη ὅμως πῆρε καί μιάν ἄλλη πληροφορία. Καθώς ἦταν καθισμένη σ’ ἕνα μπαλκόνι, πάνω στήν ἀκτή Μιαούλη, κι ἐνῶ κοιτοῦσε τή θάλασσα καί τά καράβια, γύρισε καί εἶπε σάν νά μονολογοῦσε: «Ἔτσι κι ἐμένα, μιά μέρα ἕνα καράβι θά μέ πάρει μακριά… σέ ἄλλη, μακρινή χώρα»… Μιλοῦσε γιά τό φευγιό της γιά τήν Ἀγγλία τό 1938…

…Μόλις φθάνει στήν Ἀθήνα ἡ πρώτη της φροντίδα ἦταν νά βρεῖ ἐργασία. Μετά ἀπό δυσκολίες ἐργάστηκε σέ ψυχιατρική κλινική καί ἀργότερα δίδασκε Ἀγγλικά καί Γαλλικά σέ μικρά παιδιά. Καί ἦρθε τό 1937. Ἔνοιωθε ὅτι ἔπρεπε νά πάει πιό μακριά στήν Ἀγγλία. Βίζα ὅμως δέν ἔδιναν γιά Λονδῖνο. Τότε ἔμαθε ὅτι γινόταν μία διεθνής ἔκθεση στό Παρίσι καί σκέφθηκε νά δοκιμάσει μήπως μποροῦσε ἀπό ἐκεῖ νά πάει στό Λονδῖνο. Ἔβγαλε τό εἰσιτήριό της, τήν συνόδευσαν οἱ δικοί της μέ σφιγμένη τήν καρδιά ἕως τό καράβι. «Πώς θά πήγαινε μόνη στά ξένα. Μά ἡ Γαβριηλία εἶχε ψυχική δύναμη ἀνεξάντλητη, δέν φοβόταν τίποτα». Γράφει ἡ Ἑλένη Βίρβου. Ἦταν 40 ἐτῶν καί πάνω της βαστοῦσε ὅλη κι ὅλη μία χάρτινη λίρα Ἀγγλίας! Στήν Ἀγγλία ἐργάστηκε πρῶτα ὡς καθηγήτρια Γαλλικῶν. Ἡ ἑπόμενη ἐργασία της ἦταν σέ μιά ἡλικιωμένη Ἀγγλίδα, τή Miss Florence Bright – ἦταν πρώην ἠθοποιός καί θεατρική συγγραφεύς, διάσημη σουφραζέτα μέ μεγάλη δράση στόν ἀγῶνα γιά τήν ψῆφο τῶν γυναικῶν, προσωπική φίλη τοῦ Bernard Shaw (τόν ὁποῖον καί γνώρισε ἡ ἴδια), ἀλλά τώρα πιά μέ ἄρρωστα πόδια, κατάκοιτη, στό κρεβάτι. Ἔπρεπε νά τήν ἐπιβλέπει γιά τό φαΐ καί τόν ὕπνο. Ἡ πρώτη θεραπεία πού ἔγινε ἦταν σ’ αὐτή τήν κυρία, σέ δύο μῆνες μπόρεσε νά πάει στόν ἑορτασμό γιά τήν 20ή ἐπέτειο τοῦ δικαιώματος στήν ψῆφο τῶν γυναικῶν, περπατῶντας χωρίς μπαστούνι! Καί δέν εἶχε ἀκόμα ἀρχίσει τίς σπουδές φυσιοθεραπείας. Ἄλλος ἦταν ὁ Θεράπων, γι’ αὐτό δέν εἶχε καί τόση σημασία…

…Μιά μέρα, καθώς πήγαινε στά παιδιά, πέρασε μπρός ἀπό ἕνα ἰατρεῖο. Ἡ ἐπιγραφή ἔλεγε «Chiropodist». Μπαίνει μέσα καί ρωτᾶ τί εἰδικότητα εἶναι αὐτή. Τῆς λένε ὅτι εἶναι μιά ἰατρική εἰδικότητα γιά τά πόδια. Ἀποφασίζει νά ἀρχίσει σπουδές. Τότε εἶναι πού ἕνας γνωστός της, ὁ Ρῶσος θεολόγος Nicolas Zernov, τή ρώτησε μόλις τό ἔμαθε, τί τῆς ἦρθε νά διαλέξει αὐτή τήν ἐπιστήμη κι ὄχι Θεολογία, μέ τήν ὁποία θά μποροῦσε νά μιλάει στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων. Ἐκείνη τοῦ ἀπάντησε μέ τό ἀγαπημένο της ρητό: «Τhrough the feet to the heart», «Μέσῳ τῶν ποδιῶν στήν καρδιά». Ὅταν τόν ξανασυνάντησε ὕστερα ἀπό 20 χρόνια, τοῦ εἶπε: «Νίκολας, ἐκεῖνα πού ἔκανα, πᾶνε πιά. Τώρα πάω κατ’ εὐθεῖαν στήν καρδιά!» Δόξα τῷ Θεῷ!… Μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ τά ἔβγαλε πέρα καί πῆρε τό δίπλωμα. Ἔγινε μέλος τῆς Ἑταιρείας Ἄγγλων Χειροποδιστῶν τό 1946 (Certihed Member of the Society of Chiropodists), μέ ἀριθμό διπλώματος 71/1946. Τή βοήθησε δίνοντάς της τή δύναμη καί τή θέληση σ’ αὐτές τίς τόσο ἀντίξοες περιστάσεις. Τό δίπλωμα αὐτό ἦταν ἕνας μεγάλος σταθμός στή ζωή της…

…Στίς ἀρχές τοῦ 1939 τῆς δίνεται μιά μοναδική εὐκαιρία. Τῆς προτείνουν νά συνοδεύσει μιά ψυχοπαθῆ κοπέλα στήν Ἑλλάδα. Μόλις ἔφθασε στήν Ἀθήνα, πῆγε στό Μαρούσι ὅπου ζοῦσαν ἐκείνη τήν ἐποχή οἱ γονεῖς της. Ἔμεινε δυό ἑβδομάδες εὐλογημένες μέσα στήν οἰκογενειακή ἀτμόσφαιρα πού τόσο εἶχε στερηθεῖ. Ἐπιστρέφει στό Λονδῖνο καί σέ λίγους μῆνες ξεσπάει ὁ Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ἔρχονται τά δύσκολα χρόνια μέ τούς βομβαρδισμούς καί τή δράση της. Κάθε βράδυ, τήν ὥρα τῆς συσκότισης καί τῆς ἀγωνίας, πού ὅλοι κατέβαιναν στόν ὑπόγειο, μετά τήν κούραση τῆς ἡμέρας ἔτρεχε καί παρηγοροῦσε μικρούς καί μεγάλους. Μέ ἕνα φλιτζάνι τσάϊ, μέ λίγη κουβέντα ἐλπίδας, μέ περιποίηση καί ἀνακούφιση. Τότε, μιά Ἑβραία φίλη της ἀπό τή Θεσσαλονίκη, ἡ S. Scapa, χρειάσθηκε τή συμπαράστασή της. Ἦταν κλονισμένη ἀπό τόν χαμό ὁλόκληρης τῆς οἰκογένειάς της στά στρατόπεδα τοῦ Χίτλερ καί πάθαινε μιά φοβία πού δέν τήν ἄφηνε νά κατέβει στά καταφύγια. Ἐκεῖνες τίς ὧρες καί μέχρι νά ξανασημάνει ἡ σειρῆνα, περπατοῦσαν στούς ἔρημους δρόμους τοῦ Λονδίνου. Τῆς μίλαγε καί τήν παρηγοροῦσε συνέχεια. Αὐτό ἡ Sylvia δέν τό ξέχασε ποτέ. Μέχρι τό 1992 διατηροῦσαν ἀλληλογραφία. Πάντως ἀπό τήν Ἑλένη Βίρβου μαθαίνουμε ὅτι ὅταν δέν ἔτρεχε γιά τούς ἄλλους, κοιμόταν στό κρεβάτι της…«Μά δέν θά κατέβεις τέλος πάντων στό καταφύγιο;», τῆς ἔλεγε, κι ἐκείνη τῆς ἀπαντοῦσε: «Ἄν θέλει ὁ Θεός νά μέ βρεῖ ἡ μπόμπα, θά μέ βρεῖ ὅπου κι ἄν πάω», κι ἔτσι κοιμόταν ἥσυχη μέσα σέ ὅλο ἐκεῖνο τό κακό. Ἐκεῖνα τά χρόνια, εὐτύχησε νά γνωρίσει καί νά ἔχει γιά πνευματικό τόν πολύ ἀξιόλογο ἀρχιμανδρίτη (καί μετέπειτα ἐπίσκοπο) Ἰάκωβο Βίρβο. Μέ τήν ἀδελφή του, τήν Ἑλένη Βίρβου, ἡ ὁποία ἔσωσε τόσα πολύτιμα στοιχεῖα γιά τή ζωή της, διατήρησαν μιά σπάνια φιλία μέχρι τό 1987 πού ἐκοιμήθη μετά ἀπό πολυετῆ ἀρρώστια…

…Τό 1945 τελειώνει ὁ πόλεμος. Ἡ Γαβριηλία ἔρχεται στήν Ἑλλάδα καί βρίσκεται νά διδάσκει Ἑλληνικά καί Γαλλικά στήν Ἀμερικανική Γεωργική καί Οἰκοκυρική Σχολή στή Θεσσαλονίκη, ὅπου ἀργότερα ἀνέλαβε Διευθύντρια. Κάθε Σάββατο ἔκανε στά παιδιά μελέτη καί ἀνάλυση τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τήν Κυριακή τά συνόδευε στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία…

…Τό 1947 ἐπιστρέφει στήν Ἀθήνα. Ἀνοίγει τό θεραπευτήριό της στήν ὁδό Μασσαλίας στό Κολωνάκι. «Εἶχε πολύ μεγάλη καί καλή πελατεία. Μέχρι ἡ Φρειδερίκη εἶχε πάει νά κάνει τά πόδια της», συμπληρώνει ἡ Ὄλια Στ. Γρήγορα μαθεύτηκε τό ὄνομά της καί τό θεραπευτικό της χάρισμα. Ἔγινε περιζήτητη. Ὅπως ἔλεγε ἡ Ἑλένη Βίρβου, «σκοτωνόταν στή δουλειά, γιατί ὄχι μόνο τούς θεράπευε τά πόδια, ἀλλά κι ὁ καθένας τῆς ἐξομολογεῖτο τόν πόνο του, τά βάσανά του, τίς ἀτυχίες του, καί ἔδινε σ’ ὅλους συμβουλές καί ὁδηγίες. Εἶχε γίνει σάν μυστικοσύμβουλος ὅλων. Κάποτε πού μέ φιλοξένησε στό ἰατρεῖο της, τήν ἔβλεπα πού ἔβγαινε σκοτωμένη ἀπό τή δουλειά. Μά ἐπιτέλους, τῆς λέω, σέ ἀκούω πού μιλᾶς καί μιλᾶς, δέν καταλαβαίνεις ὅτι αὐτό πού κάνεις σέ κουράζει; Τί νά κάνω; Μοῦ ἀπαντοῦσε… Οἱ πιό πολλοί γιατί νομίζεις ὅτι ἔρχονται; Γιά νά ποῦν τά βάσανά τους καί λιγότερο γιά τά πόδια τους… Βλέπεις, ἐνέπνεε ἀπό τότε τήν ἐμπιστοσύνη καί θεράπευε τίς ψυχές μαζί μέ τό σῶμα. Κέρδιζε τότε θυμᾶμαι 500 μέ 600 δραχμές τήν ἡμέρα. Μέχρι τό βράδυ δέν εἶχε πεντάρα! Μά τρελάθηκες; Τί τά κάνεις; τῆς ἔλεγα. Νά, ξέρω κι ἐγώ… μοῦ ἀπαντοῦσε. Πλήρωνε σ’ ἕναν τυφλό τό νοίκι, σ’ ἕναν ἄνεργο εἶχε ἀγοράσει ἕνα κουστούμι. Αὐτά τά εἶδα ἐκεῖνες τίς ἡμέρες. Σκέψου πόσα ἄλλα πρέπει νά εἶχε κάνει… Τῆς λέω: Σέ πῆραν χαμπάρι καί σέ ἐκμεταλλεύονται! Καί τί μοῦ ἀπάντησε; Δέν μπορῶ νά μή δώσω ὅταν μοῦ ζητοῦν. Ἔ, τότε… τῆς λέω, ἀφοῦ δέν κρατᾶς πεντάρα, γιατί νά κοπιάζεις τόσο; Πράγματι, ἀπό τίς 9 ὥς τίς 6 τό ἀπόγευμα δούλευε χωρίς διακοπή. Ὅταν ἔφευγε ὁ ἕνας, ἔμπαινε στήν κουζίνα, ἔπινε ἕνα ποτήρι γάλα καί πάλι στή δουλειά. Κοσμική ζωή δέν εἶχε. Μόνο κανένα κοντσέρτο, ἤ τό καλοκαίρι ἀρχαῖες τραγωδίες. Εἶχε 5-6 καλούς φίλους καί τούς δικούς της. Εἶχε πράγματι καί πολλούς ἄπορους πελάτες πού φρόντιζε δωρεάν. Βοηθοῦσε ὀρφανά καί ἀνέργους. Τῷ αἰτοῦντί σε δίδου…

…Μᾶς λέει ἡ Ὄλια Στ.: «Βοηθοῦσε πολύ κόσμο. Ὅταν ἤμασταν μαζί στό ἰατρεῖο, κατάλαβα ὅτι σπούδαζε δύο νέους στήν Ἀγγλία. Πλήρωνε τά ἔξοδά τους. Γι’ αὐτό μοῦ ἔλεγε συχνά: δέν τά βγάζουμε πέρα. Δέν ξέρω τί τούς σπούδαζε. Ξέρω μόνο ὅτι ὅταν τελείωσαν τίς σπουδές τους, ἦρθαν ἕνα πρωί καί τήν εὐχαρίστησαν. Ἔκανε πολλές ἀγαθοεργίες…

…Καί ἦρθε ἡ 24η Μαρτίου τοῦ 1954. Ἡ ἡμέρα πού ὁ Κύριος ἀνάπαυσε τή μητέρα της – ἡ πιό καθοριστική, ἡ πιό σημαντική, ἡ πιό ὀδυνηρή. Ἔλεγε: «Ἡ ἡμέρα τοῦ ἀποχωρισμοῦ μας, ἡ ἡμέρα τῆς ἐσωτερικῆς μου κρίσης, ἦταν ἡ ἡμέρα πού ἔκοψε καί τόν τελευταῖο δεσμό πού μ’ ἔδενε στήν κανονική, ὑλική ζωή σ’ αὐτή τή γῆ. Εἶχα πεθάνει. Ἤμουν πιά νεκρή γιά τόν κόσμο. Τό μοναδικό ἑπόμενο βῆμα πού ἀνοιγόταν μπροστά μου ἦταν τό ἀποφασιστικό βῆμα μιᾶς προσπάθειας, τό «ὕπαγε πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα καί δός τοῖς πτωχοῖς» καί τό «Ἀκολούθει Μοι!» Ἀλλά ποῦ; Καί ξαφνικά, ἦρθε τό μήνυμα… ΙΝΔΙΑ. Αὐτό ἦταν! Ὁ προορισμός μου! Ἀλλά μέχρι τότε δέν εἶχα καμία ἰδιαίτερη ἐπαφή μέ τήν Ἰνδία, ἐκτός ἀπό τόν ἔμφυτο σεβασμό πού ἔχουμε ὡς Ἕλληνες γιά τούς ἀρχαίους καί ἱερούς πολιτισμούς κι ἀπό τή γνώση ὅτι οἱ Ἰνδοί, ὅπως καί οἱ Ἕλληνες, διέθεταν ἐκείνη τήν ψυχική λεπτότητα πού χαρίζει ἡ καλλιέργεια. Ἤξερα ἀκόμα ὅτι κι ἐκεῖ ὑπῆρχαν σοφοί, πού καί στή σημερινή μας ἐποχή ἀφιέρωναν τή ζωή τους ὁλοκληρωτικά στόν Θεό»…

…Στήν προσευχή της ζήτησε ἀπό τόν Κύριο μιά ἐπιβεβαίωση, ἕνα σημάδι πού νά τῆς δείχνει ὅτι ἡ Ἰνδία ἦταν πραγματική ὁδηγία κι ὄχι φαντασία της. Γιατί, ὅπως ἔλεγε κι ἡ ἴδια, μέχρι ἐκείνη τήν ἡμέρα δέν εἶχε προηγούμενα, δέν τή συνέδεε τίποτε τό πνευματικό μ’ αὐτή τή χώρα, καμμιά «ἀναζήτηση», ὅπως ἔγινε πολύ ἀργότερα μόδα. Ἡ ἐπιβεβαίωση ἦρθε μετά ἀπό τρεῖς μέρες. Στό πρόσωπο ἑνός ἄγνωστου νέου ἀνθρώπου τριάντα τριῶν χρονῶν πού χτύπησε τήν πόρτα τοῦ ἰατρείου της καί πού ἔμοιαζε Ἰνδός. Ὅμως ὁ Cameron, ἔτσι τόν ἔλεγαν, ἦταν Βρετανός, Κουάκερος, ἀπό τίς Δυτικές Ἰνδίες καί μόλις εἶχε ἔρθει ἀπό τή Βιέννη συστημένος ἀπό κοινούς γνωστούς. Ἦταν περαστικός ἀπό τήν Ἀθήνα καί ἔφευγε σέ λίγες μέρες γιά Ἰνδία ψάχνοντας γιά τίς ρίζες του καί τούς προγόνους του. Εἶχε τελικό προορισμό του τά Ἰμαλάϊα. Ἀμέσως κατάλαβε ὅτι αὐτή ἦταν ἡ ἐπιβεβαίωση πού ζητοῦσε ἀπό τόν Κύριο…

…Ἑτοιμαζόταν γιά Ἰνδία… Ἄρχισε νά πουλᾶ τά ἔπιπλα καί τόν ἐξοπλισμό τοῦ θεραπευτηρίου της. «Ὅταν πούλησα τά πάντα, καί σύστησα σέ ἄλλους τήν πελατεία μου, ὅλοι πίστεψαν ὅτι τρελάθηκα ἤ ὅτι ἔπαθα κάτι μέ τόν θάνατο τῆς μητέρας μου. Γιά μένα ὅμως, ὅταν ἔνιωσα ὅτι τά χέρια τῆς μητέρας, πού πάντα μέ εὐλογοῦσαν στό ὄνομά Του, ἔβαζαν τά ἀδύνατα χέρια μου μέσα στά δικά Του γιά ΠΑΝΤΑ, ἦταν τό λιγότερο πού μποροῦσα νά κάνω γιά νά βρῶ τόν δρόμο πού ὁδηγεῖ στόν Θεό», ἔγραφε στόν Y. Hanegbi. Μόλις πούλησε τά πάντα, ἔρχεται μία πρόσκληση. Τήν κάλεσαν στή Βιέννη σ’ ἕνα σεμινάριο νεολαίας. Μετά ἀπό δύο ἑβδομάδες φεύγει ἀπό τή Βιέννη καί μέσῳ Ἑλβετίας καί Ἰταλίας ταξιδεύει γιά Χάϊφα τοῦ Ἰσραήλ. Εἶχε ἔλθει καινούργια πρόσκληση νά πάει ἐκεῖ. Ἐργάστηκε ὡς ἐθελόντρια στά Κιμπούτς μέχρι τά μέσα Ὀκτωβρίου 1954. Ὅσο διάστημα ἦταν στά Κιμπούτς ἦλθε πρόσκληση γιά Κύπρο ὅπου ἐργάστηκε μέ ἀρρώστους σέ Ἀμμόχωστο καί Λευκωσία. Μετά τό τέλος Νοεμβρίου βρέθηκε στό Λίβανο καί τελείως ἀνεπηρέαστη φεύγει γιά τό Ἀμάν της Ἰορδανίας. Εἶναι Δεκέμβριος 1954 καί μέσῳ Ἰράκ, Ἰράν καί Πακιστάν φθάνει ἐπί τέλους στήν Ἰνδία, τόν Μάϊο τοῦ 1955…

…Στήν Ἰνδία σ’ ὅλα αὐτά τά πέντε χρόνια καί χάρη στήν ὄντως πρωτάκουστη Πολιτεία της – μόνη, ἀπένταρη καί πάντα μέ τό ΝΑΙ γιά τήν ἀγάπη τοῦ πλησίον – γνώρισε καί γνωρίστηκε μέ πολλές προσωπικότητες… Συναντήθηκε μέ μεγάλους ξένους ἱεραποστόλους, κοινωνικούς Λειτουργούς, ἰατρούς, ἀνάμεσα στούς ὁποίους ξεχώριζε ὁ Dr. Sinha, λεπρολόγους, δικηγόρους, πολιτικούς, ὅπως ὁ Nehru καί ἡ κόρη του lndira Gandhi… «Ἄνθρωποι ἐξαιρετικῆς δράσης, ὅπως ὁ διεθνῶς ἀναγνωρισμένος καί βραβευμένος Baba Amte, μαχαραγιᾶδες, συγγραφεῖς, ποιητές, ὅπως τόν Rabindranath Tagore, τόν γάλλο μοναχό Dom Le Saux, τόν γνωστό ὡς Abishiktananda, πού ἀφιέρωσε ὅλη του τή ζωή προσευχόμενος γι’ αὐτόν τόν λαό, καί ἄλλους καί ἄλλους… Οἱ ἀτζέντες της εἶναι γεμᾶτες μέ μιά τέτοια ποικιλία ὀνομάτων πού κάνει ἐντύπωση! Ὀνόματα ἀπό ὅλο τόν κόσμο, ἀπό κάθε φυλή καί θρησκεία, διάσημα ἤ ἄσημα, ἀλλά γιά τά ὁποῖα ἡ ἀγάπη γιά τόν ἄλλον καθόριζε τή δράση καί τή ζωή…

…Ὁ Θεός τήν ἔστειλε στήν Ἰνδία. Ἡ ἴδια δέν ἤξερε τότε γιατί. Ἀλλά τό σπουδαῖο εἶναι αὐτό, ὅτι ὅλοι οἱ Ἰνδοί καί οἱ Δυτικοί πού τήν γνώρισαν, εἶδαν καί ἀναγνώρισαν στό πρόσωπό της μία τελείως ἄλλη βιοτή. Εἶδαν καί γνώρισαν τήν Ὀρθοδοξία σέ ὅλη της τήν ἀσκητική, τήν ταπείνωση καί τήν βαθιά πνευματικότητα ὅπως τήν διασώζει ἡ Ἐκκλησία τόσους αἰῶνες τώρα. Ἔβλεπαν οἱ Ἀνατολικοί μία ἄλλη Δύση. Ποιός ἄλλος ἔτρωγε, ἔπινε, ταξίδευε ἤ κοιμόταν ὅπως ἔτρωγαν, ἔπιναν, ταξίδευαν ἤ κοιμόντουσαν οἱ ἴδιοι….Τήν Ὀρθοδοξία δέν τή δίδαξε μέ κηρύγματα, ἀλλά τήν κατήχησε καρδιακά χωρίς λόγια, μέ τό δεῖγμα ζωῆς πού βλέπανε…

…Τόν Φεβρουάριο τοῦ 1956 πηγαίνει στό Lucknow ὅπου τήν καλοῦν νά διδάξει στό προσωπικό καί νά κάνει φυσιοθεραπεῖες στούς ἀσθενεῖς τοῦ ψυχιατρικοῦ κέντρου πού εἶχαν ἱδρύσει μεθοδιστές Ἱεραπόστολοι καί ὅπου Διευθυντής ἦταν ὁ Ἑλβετός Καθηγητής Boss. Ἐκεῖ συναντᾶ τήν Λαλίτα, μία δύστυχη κοπέλα ἡ ὁποία κατόπιν μέ τήν βοήθεια τῆς γερόντισσας ἔγινε Ὀρθόδοξη καί Μοναχή…

…Ἔχει ἀρχίσει καί γίνεται πλατιά γνωστή. Ἀσχολεῖται κατά κύριο λόγο μέ τά ἕλκη τῶν λεπρῶν ἀλλά καί μέ τή διδαχή τῆς Φυσιοθεραπείας σέ νοσηλευτικό προσωπικό ἄπειρων νοσοκομείων. Τήν καλοῦν ἀπό πόλη σέ πόλη, ἀπό ἵδρυμα σέ ἵδρυμα. Διασχίζει τήν ἀπέραντη αὐτή χώρα ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη. Ταξιδεύει μέ κάθε μέσο. Μέ τραῖνα (πάντα τρίτη θέση), μέ λεωφορεῖα, μέ βοϊδάμαξες. Χωρίς ἀνάπαυλα, χωρίς νά σκεφθεῖ κόπωση. Γιατί, ὅπως μᾶς ἔλεγε, ὅποιος ἀγαπᾶ δέν κουράζεται. Εἶναι ν’ ἀπορεῖ κανείς, ἤ μᾶλλον νά θαυμάζει τή δύναμη, τή ζωντάνια καί τήν πίστη πού τῆς χάριζε ὁ Θεός. Καί νά σκεφθεῖ κανείς ὅτι τότε ἦταν 61 χρονῶν κι ὅτι ζοῦσε μέ ρυθμούς τελείως νεανικούς καί κάτω ἀπό σχεδόν μόνιμες συνθῆκες «ἐκστρατείας»… Κι αὐτό ἦταν μόνο τό ξεκίνημα. Ἡ συνέχεια ἐπακολούθησε μέ τούς ἴδιους ρυθμούς σέ Ἀμερική καί Ἀφρική καί γιά δεύτερη φορά, πάλι στήν Ἰνδία, αὐτή τή φορά ὡς μοναχή…

…Χειμῶνα-καλοκαίρι ζοῦσε καί διακονοῦσε μέ τό κοντομάνικο ἄσπρο βαμβακερό φόρεμα καί τά κοσμοταξιδεμένα πεδιλάκια της. Ὅσο γιά τήν τροφή της, αὐτή ἦταν πολύ λιτή. Ρύζι, τσαπάτι, γιαούρτι, ξηροί καρποί, καί φακή. «Οὔκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται…» ἔλεγε συχνά…

…Εἴμαστε στό 1958. Μετά ἀπό τέσσερα ὁλόκληρα χρόνια σκληρῆς δουλειᾶς καί τεράστιας προσφορᾶς, ἡ Ἰνδία τήν ἀνταμείβει. Θά μείνει γιά 11 μῆνες ὁλομόναχη, στά Ἰμαλάϊα, κοντά στίς πηγές του Γάγγη, ἐκεῖ πού δέν εἶχε ποτέ πατήσει τό πόδι του Εὐρωπαῖος… Μέσα σ’ αὐτή τήν ἡσυχία προετοίμαζε ὁ Κύριος τήν καρδιά της νά δεχθεῖ τό ἑπόμενο μήνυμα – ἡ κλήση τοῦ μοναχισμοῦ – πού ἦταν καί ἡ κλήση τῆς ἡσυχίας, πού ἔγινε ἀπό τότε μόνιμη, παρ’ ὅλες τίς ἐξωτερικές μετακινήσεις της… Βρισκόταν σέ προσευχή καί σιωπή. Μόνο ἀραιά καί πού, κάποιος περαστικός ζητιάνος ἤ ἄρρωστος διέκοπτε τή μόνωσή της. Καί πάλι μετά γύριζε στήν ἡσυχία…

…Ὅλα τά χρόνια τῆς Ἰνδίας ἕνα ἦταν τό ἀνάγνωσμά της, ἡ Ἁγία Γραφή. Διάβαζε κάθε μέρα. Μετά τό τέλος τῆς δουλειᾶς. Συνήθως πάνω στόν ὑπνόσακο πού ἦταν καί κρεβάτι της, καί κάτω ἀπό τήν κουνουπιέρα της πού ἦταν καί ἡ μοναδική της πολυτέλεια, ὅπως μᾶς ἔλεγε. Ὄχι μόνο δέν ἦταν πολυτέλεια, ἀλλά ἦταν καί ἡ μοναδική της κατ’ ἄνθρωπον προστασία ἀπό σκορπιούς, φίδια καί προπάντων τούς φρικτούς ἀρουραίους τῆς χώρας αὐτῆς. Ἄναβε ἕνα κεράκι καί διάβαζε…

…Στίς 4 Αὐγούστου 1959 ξεκινᾶ νά συναντήσει καί πάλι τό ἄγνωστο – τήν καλογερική στή Βηθανία. Εἶχαν περάσει πέντε χρόνια ἀπό τότε πού εἶχε ὑπάγει, πωλήσει καί ἀκολουθήσει… Ἦταν ὅλα αὐτά τά χρόνια χωρίς καμία ἐξασφάλιση, χωρίς αὐτή τήν «ἀσφάλεια» πού ζητάει ὁ ἀδύνατος γιά νά ξεκινήσει τό καθετί… Κι ὅμως, οὔτε μιά μέρα δέν ἔμεινε ἄστεγη ἤ πεινασμένη. Οὔτε μία μέρα χωρίς ἐργασία γιά τόν Χριστό. Οὔτε μία μέρα χωρίς τήν Πρόνοια, τή φροντίδα καί τήν ὁδηγία Του. Ἡ βοήθειά της ἦταν παρά Κυρίου τοῦ ποιήσαντος τόν οὐρανόν καί τήν γῆν. Γιατί οὔτε μία στιγμή δέν μερίμνησε ἡ ἴδια γιά τόν ἑαυτό της. Ἄφηνε ὑπάκουα σ’ Ἐκεῖνον τά πάντα. Εἶχε γίνει τό ἄνθος τοῦ ἀγροῦ τοῦ Θεοῦ, πού μοσχοβολοῦσε ἀδιάκοπα τήν εὐωδία τοῦ Χριστοῦ, καί τό πετεινό τοῦ οὐρανοῦ Του, πού ἔφερνε ἀπό τά φωτεινά δώματα τοῦ Κυρίου μας κάθε πρωί τό μήνυμα τῆς νικηφόρας ἀγάπης Του…

…Στή Βηθανία, στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Λαζάρου-Μάρθας καί Μαρίας, ἔμεινε ὡς δόκιμη τρία χρόνια. Στήν ἀρχή ἦταν γιά ὅλους ἕνα αἴνιγμα. Θά σκέφθηκαν «ἦρθε ἀπό τήν Ἰνδία… Ἔζησε τόσα χρόνια ἐκεῖ κάτω μέ ὅλους αὐτούς τούς ἀλλόθρησκους… Μήπως εἶχε ξεσηκώσει τίποτε ἀλλιώτικες συνήθειες; Καλοῦ-κακοῦ ὁ πατήρ Θεοδόσιος (ὁ πνευματικός τῆς Μονῆς) παρακάλεσε ἕναν ἁγιοταφίτη ἀρχιμανδρίτη νά τοῦ πεῖ τή γνώμη του. Σέ λίγες μέρες, τήν πῆρε μαζί του σ’ ἕναν ἁγιασμό πού εἶχε νά κάνει, καί στόν δρόμο τῆς ἔκανε διάφορες ἐρωτήσεις. Μήπως εἶχε φάει τίποτε ὕποπτα, τίποτε εἰδωλόθυτα…Ὅταν πῆρε τίς ἀπαντήσεις πού ἤθελε, ἐπέστρεψαν στή μονή. «Ἐν τάξει, Γέροντα. Ὅλα ἐν τάξει!», φώναξε ἀπό τό παράθυρο τοῦ αὐτοκινήτου στόν Γέροντα Θεοδόσιο, πού ἐκείνη τήν ὥρα στεκόταν στήν πύλη τῆς μονῆς. Ἡ ἴδια ἔκανε ὅτι δέν εἶχε καταλάβει τί εἶχε συμβεῖ…

…Ὅμως ὁ Θεός πού τήν πῆγε ἀπό τήν Ἰνδία στή Βηθανία γιά τήν παραπέρα ἄσκησή της, Ἐκεῖνος πάλι τήν ἔβγαλε ἀπό ἐκεῖ γιά τήν πάει στό ἑπόμενο διακόνημα. Ἔτσι μᾶς ἔλεγε ὅτι κάνει ὁ Κύριος, ὅταν δεῖ ὅτι ἕνας κύκλος μαθημάτων κλείνει ἐπιτυχῶς. Στό τέλος τοῦ 1960 ἐπιστρέφει στήν Ἀθήνα. Κατόπιν πίσω πάλι στήν Βηθανία μέχρι τό 1962. Καί τόν Ἰούνιο τοῦ 1966 γιά τέσσερις μῆνες. Οἱ δεσμοί τῆς Γερόντισσας μέ τήν Βηθανία δέν κόπηκαν ποτέ. Μέχρι τό 1991 πού κοιμήθηκε ὁ Γέροντας Θεοδόσιος εἶχε ἀλληλογραφία μαζί του…

..Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1962 φεύγει ἀπό τή Βηθανία γιά τήν Κωνσταντινούπολη. Ἔχει ἔρθει ἕνα γράμμα ἀπό τή Marie Angely Rebillard, τή γαλλίδα κοινωνική λειτουργό πού τήν εἶχε ἐπισκεφθεῖ στό μοναστήρι. Τῆς ἔγραφε ὅτι ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ζητοῦσε μιά ὀρθόδοξη μοναχή γιά νά πάει στή Γαλλία. Λέει ἀμέσως τό «ναί», παίρνει εὐλογία καί ξεκινᾶ. Εἶναι 65 χρονῶν. Ταξιδεύει μέ λεωφορεῖο, καθισμένη ὧρες ἀτέλειωτες πάνω σ’ ἕνα πτυσσόμενο σκαμνάκι ἀνάμεσα στίς σειρές τῶν καθισμάτων. Πάει στό Φανάρι, παίρνει τήν εὐχή ἀπό τόν Πατριάρχη (πού γνώριζε προσωπικά τήν οἰκογένειά της) καί τή στέλνει νά πάει στήν Ταϊζέ τῆς Γαλλίας, λίγο ἔξω ἀπό τό Cluny, ὡς ὀρθόδοξη παρουσία. Ὑπῆρχε ἐκεῖ ἤδη τό ὀρθόδοξο παρεκκλήσι καί μερικοί ὀρθόδοξοι ἱερεῖς…

…Συνεχίζει τόν δρόμο της. Βέλγιο, Δανία, Σουηδία, Γερμανία καί Αὐστρία. Καί ἐπιστρέφει τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1963 στήν Ἀθήνα. …Κατόπιν γιά τήν Πάτμο μαζί μέ τήν ἀδελφή Θωμαΐδα πού εἶχε κάποτε περάσει ἀπό τή Βηθανία καί ἡ ὁποία μέχρι τότε ἦταν στόν Ὅσιο Μελέτιο στόν Κιθαιρώνα. Στό πρόσωπο τοῦ πατρός Ἀμφιλοχίου βρῆκε αὐτό πού ζητοῦσε – ἕναν Γέροντα μέ πλατιά ἀγάπη, μέ ἀγάπη στήν ἱεραποστολή. Ἔγινε ὁ ἐξομολόγος της μέχρι τήν κοίμησή του στίς 16 Ἀπριλίου 1970. «Χρόνια προσευχόμουν νά ἔρθουν μοναχές σάν ἐσᾶς πού νά θελήσουν νά πᾶνε, νά τρέξουν στήν ἱεραποστολή». Μέ αὐτά τά λόγια τίς εἶχε ὑποδεχθεῖ. Ἐκεῖ στήν Πάτμο, στή Μονή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τήν ἡμέρα τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, στό παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, ἐξομολογήθηκαν καί τούς ἔδωσε τό Μικρό Σχῆμα, τήν εὐχή τῆς ἱεραποστολῆς καί τήν εὐλογία του νά ξεκινήσουν γιά τήν Ἰνδία, νά πᾶνε ὡς ὀρθόδοξη παρουσία στό Sat Τal…

…Mετά ἀπό πολλά ταξίδια στή Δανία, Σουηδία, Γερμανία, Ἑλβετία καί Αὐστρία, ξεκινᾶ ἀπό Ἀθήνα στίς 8 Μαΐου 1963 γιά Ἰνδία. Ἡ καρδιά εἶναι σφιγμένη ἀπό τή συγκίνηση. Θά ξαναδεῖ τήν ἀγαπημένη της Ἰνδία, ὅλους τούς φίλους, τήν «οἰκογένειά της», τούς Ἄμτε, τούς λεπρούς στό AnandWan, ὅ,τι ἦταν γιά κείνην αὐτή ἡ χώρα ὅλα αὐτά τά χρόνια. Ὅμως μιά ἀνησυχία εἶναι μέσα της. Πῶς θά τήν ὑποδεχτοῦν τώρα πού φόρεσε τό ράσο μέ τό χρῶμα τό μαῦρο πού κανείς δέν ἀγαπᾶ στήν Ἰνδία; Θά εἶναι τό ἴδιο ἤ δέν θά νιώθουν τόσο ἄνετα; Ὅμως παρά τούς φόβους της ὅλοι στήν Ἰνδία τήν ὑποδέχθηκαν μέ πολύ ἀγάπη…

…Ἡ καθημερινή ζωή στό Sat Τal , ἔτσι πού τήν εἶχε προγραμματίσει ὁ πατήρ Λάζαρος Μούρ (ἐφημέριος καί πνευματικός της), ἦταν πολύ ἁπλή. Ξυπνοῦσαν στίς 5 τό πρωί. Σιωπηλή πρωινή προσευχή. Ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου, πρόγευμα ἐξ ἴσου σιωπηλό, διακονήματα. Τό μεσημέρι μιά ὥρα μελέτη Ἁγίας Γραφῆς καί σχετική συζήτηση, δύο ὧρες σιωπῆς. Τό βράδυ Ἑσπερινός, δεῖπνο καί κουβέντα μέ τούς ἐπισκέπτες. Ὅσο εἶναι στό Sat Τal, θά μεσολαβήσουν πάρα πολλά ταξίδια στήν Εὐρώπη. Στίς ἀρχές τοῦ Μαΐου τοῦ 1965 πηγαίνει Ἀγγλία. Ἐκεῖ θά κάνει μιά πολύ εὐλογημένη συνάντηση. Θά πάει στό Essex καί θά δεῖ τόν Γέροντα Σωφρόνιο. Ἀπ’ ὅ,τι μᾶς ἔλεγε, τῆς ἔκανε πρόταση νά παραμείνει ἐκεῖ ὡς ἡγουμένη τῆς γυναικείας ἀδελφότητας. Δέν μποροῦσε νά δεχθεῖ μιά τέτοια ὑπεύθυνη θέση. Ἀκολουθεῖ Σουηδία, Γερμανία, ξανά Ἀθήνα, Ἱεροσόλυμα, Τεχεράνη… Καί πάλι Δελχί, Χάϊντεραμπάντ, Βομβάη, Sat Τal… Ἔφυγε γιά τήν Ἀθήνα στίς 4 Ὀκτωβρίου 1966. Ἔκτοτε δέν ξαναγύρισε πιά στήν ἀγαπημένη της Ἰνδία…

…Μέ τήν ἐπιστροφή της στήν Ἀθήνα ἐγχειρίστηκε στό ἀριστερό της μάτι καί φιλοξενήθηκε γιά τήν ἀνάρρωσή της στήν Ἱερά Μονή Εὐαγγελιστρίας Νέας Ἱερουσαλήμ, ὅπου ἐγκαταβιοῦσαν πέντε μοναχές, ἐξαιρετικές ψυχές. Ζοῦσαν ἁπλά, ταπεινά καί μέ ἡσυχαστικό τυπικό. Πολλές ὧρες σιωπῆς, νηστεῖες, ἀγρυπνίες, ἀκολουθίες καί τήν Εὐχή…

…Ἦταν τό 1968. Βρισκόταν ἀκόμα στό πανέμορφο μοναστήρι τῆς Νέας Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖνο τό διάστημα εἶχε συνεργασθεῖ μέ τόν πατέρα Ἀντώνιο Ρωμαῖο κάνοντας μεταφράσεις ἄρθρων γιά τό «Πορευθέντες». Μιά μέρα, τῆς ζήτησε ἄν ἤθελε νά πάει στήν Ἀφρική, στήν Κένυα. «Ἄν μπορεῖτε, φέρτε καί μία φίλη σας, χρειαζόμαστε βοήθεια». Ἐκεῖ ἐργαζόταν ἤδη ἕνας πολύ σπουδαῖος καί ἅγιος ἐργάτης, ὁ μακαριστός πατήρ Χρυσόστομος Παπασαραντόπουλος. Μόλις ἔφθασε, τῆς ἀνέθεσε τή γραμματεία. Ἀνέλαβε νά κάνει συμβουλευτική ὑγιεινῆς μέ τίς μητέρες. Λίγο ἀργότερα κινητοποιήθηκε καί βρῆκε ἀπό τά γύρω χωριά καί τίς φτωχογειτονιές τριάντα πέντε ὑποψηφίους γιά ἕνα καταπληκτικό καί ταχύτατο πρόγραμμα γλώσσας γιά ἀναλφάβητους ἐνήλικες. Μέ τόν π. Ἀντώνιο Ρωμαῖο καί τούς πατέρες Παῦλο Νικηταρᾶ καί Ἀμφιλόχιο Τσοῦκο καί ἄλλους δύο Ἱερεῖς, γίνονται συνέχεια περιοδεῖες στά χωριά. Βαπτίσεις στά ποτάμια, κατηχήσεις. Ὁ γέροντας Χρυσόστομος ἔτρεχε ἀκούραστος. «Ἔλα Γερόντισσα, θέατρον ἐγεννήθημεν» τῆς ἔλεγε καί ξεκινοῦσαν. Ὁ Χριστός ἦταν στήν Ἰνδία, ὁ Χριστός ἦταν στήν Ἀφρική, ὁ Χριστός παντοῦ…

…Ἀπό τήν Ἀφρική ἔφυγε πρός τά τέλη τοῦ 1969 καί πηγαίνει στήν Νέα Ἱερουσαλήμ καί κατόπιν προσκλήσεως τοῦ γέροντα Θεοδοσίου, ἐπιστρέφει στή Βηθανία. Τό 1972 θά συναντηθεῖ μέ τόν Μητροπολίτη Κισάμου καί Σελίνου Εἰρηναῖο, ὁ ὁποῖος σέ λίγο τήν κάλεσε νά τόν συνοδεύσει στήν Γερμανία ὅπου ἀναλάμβανε τήν ποιμαντορία τοῦ Ὀρθοδόξου ποιμνίου. Βεβαίως θά πεῖ καί πάλι τό «ναί». Φεύγουν μαζί στίς 2 Φεβρουαρίου γιά τήν Βόννη…

…Πολύ λίγα πράγματα μάθαμε ἀπό τήν ἴδια γύρω ἀπό τή δράση της στή Γερμανία πού πάντα τή μίκραινε γιά νά μή φαίνεται. Πάντως ὑποδεχόταν ὅσους εἶχαν προβλήματα καί ἤθελαν νά δοῦν τόν δεσπότη καί πήγαινε συχνά στά νοσοκομεῖα νά ἐπισκεφθεῖ Ἕλληνες ἀσθενεῖς. Ἐκείνη τήν ἐποχή δέν ὑπῆρχαν πολλές ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Ἡ λατρεία γινόταν σ’ ἑτερόδοξους χριστιανικούς ναούς πού παραχωροῦσαν οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες. Θυμᾶμαι πού μᾶς διηγιόταν πῶς ξεκινοῦσαν μέ τόν δεσπότη μέ τό τραῖνο γιά τίς διάφορες πόλεις ὅπου ὑπῆρχαν Ἕλληνες ἐργαζόμενοι. Μέ ἕνα μικρό βαλιτσάκι στό χέρι μέ τά ἱερά σκεύη της ἔλεγε: «Πᾶμε, Γερόντισσα! Ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία ξεκινᾶ!» Στήν Ἀθήνα τό 1973. Ὅλο αὐτό τό διάστημα φροντίζει, ἐπισκέπτεται ἤ συνοδεύει ἀσθενεῖς. «Πολλοί φίλοι ἀρρωσταίνουν καί εἶναι στά νοσοκομεῖα. Μέ ζητοῦν καί πάω καί κάθομαι μαζί τους. Ἐκτός ἀπό τίς ὧρες πού ἀφιερώνω στίς εὐχαριστίες στόν Κύριο, δέν κάνω τίποτε ἄλλο. Ὁ πατήρ Λάζαρος (Μούρ) νοσηλεύεται στόν Ἐρυθρό Σταυρό μέ σοβαρή ρινορραγία»…

…Τό 1978 τή βρίσκουμε στήν Ἀθήνα. Μένει Πατησίων 259 μέ μία ἀνάπηρη, τή Μαρία, πού πάσχει ἀπό σκλήρυνση κατά πλάκας καί εἶναι κατάκοιτη στό κρεβάτι. Ἀπό τήν Ἀθήνα, θά βρεθεῖ στίς 5 Δεκεμβρίου στό Σινᾶ, στήν ὄαση τῆς Φαράν. Τήν προσκάλεσε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Σινᾶ Δαμιανός ζητῶντας της νά ἀναλάβει Ἡγουμένη τῆς ὑπό σύσταση γυναικείας ἀδελφότητος. Θά πεῖ τό «ναί», ἀλλά θά κατέβει ὡς προσωρινή. Εἶναι ἤδη 80 ἐτῶν…

…Τόν Μάρτιο τοῦ 1979 βρίσκεται πάλι στήν Ἀθήνα ὅπου θά συναντήσει τόν Γέροντα Ἀγαθάγγελο Μιχαηλίδη (ἐφημέριο Ἱ. Ν. Ἁγίου Λουκᾶ Πατησίων) πού θά τῆς παραχωρήσει τό διαμέρισμα τῆς ὁδοῦ Μηδείας (τό Σπίτι τῶν Ἀγγέλων). Ὅλος ὁ ἀνθρώπινος πόνος ἦταν ἐκεῖ. Διαζύγια, ἀρρώστιες – ψυχικές καί σωματικές – Aids, ναρκωτικά, ψυχές τσαλακωμένες ἀπό διάφορες ἐξωτικές θρησκεῖες καί παραθρησκεῖες. Καταπιεσμένες καί λησμονημένες ζωές, πενθοῦντες καί ἀπαραμύθητοι. Ἀπογοητευμένοι ὀπαδοί ἐπιδέξιων «ὁδηγῶν» ἤ ἀφυπνιζόμενοι μαθητές διάφορων «ὁμίλων», «ὁμάδων», «δασκάλων» καί παρεμφερῶν «ἀναζητητῶν» τῆς ὅποιας ψευτοαλήθειας. Ὅλοι σέ μιά ἐπιστροφή ἀπίστευτη. Κι ἐκείνη, ὅταν ἔφευγαν κι ἔκλεινε πίσω τους τήν πόρτα, μέ μιά σπασμένη ἀπό τή συγκίνηση φωνή, νά ἀναπέμπει ἕνα Δόξα Σοί τῷ δείξαντι τό φῶς, πού σοῦ εἶναι ἀδύνατον νά τό ξεχάσεις ποτέ…

…Μιά μέρα μᾶς εἶπε ὅτι ἡ μεγαλύτερη προσευχή πού μπορεῖς νά κάνεις γιά κάποιον, εἶναι νά μπορεῖς νά πεῖς στόν Κύριο, μέ τό χέρι στήν καρδιά: «Τόν ἀγαπῶ, γεννηθήτω τό θέλημά Σου στή ζωή του». Ἐμεῖς πάντως ποτέ μας δέν εἴχαμε γνωρίσει ἄνθρωπο πού νά ἦταν καί ἀσκητής καί ἡσυχαστής καί ἱεραπόστολος… Δέν θά ξεχάσω τήν ντροπή πού ἔνιωθα ὅταν τήν ἔβλεπα μέσα στό καταχείμωνο μέ τό τριμμένο καί ξεθωριασμένο βαμβακερό της ζωστικό, χωρίς κανένα μάλλινο, καί μέ ἐκεῖνα τά εὐλογημένα, κοσμογυρισμένα καί χιλιομπαλωμένα πεδιλάκια της, τήν ὥρα πού ἐγώ φόραγα τόσα μάλλινα κι εἶχα τά μισά σχεδόν χρόνια… Ἤ πόσο λιτά ἔτρωγε. Ἤ μέ πόση εὐκολία τηροῦσε νηστεῖες καί τριήμερα. Ἀκόμα, πῶς ἀγρυπνοῦσε (πόσες φορές δέν εἴδαμε ἄθικτο τό κρεβάτι της ὅλα αὐτά τά χρόνια), πῶς ἤλεγχε τίς κινήσεις της, ἐσωτερικές καί ἐξωτερικές. Πῶς βίωνε καί ἄντεχε τήν κακουχία καί τόν πόνο, τό παγωμένο κελί της μέ τό μόνιμα χαλασμένο καλοριφέρ, ἤ τούς πνιγηρούς ἀπό τό «νέφος» καύσωνες, πού, ἐνῶ ἐμᾶς μᾶς διέλυαν, ἐκείνη τήν ἄφηναν ἀπείραχτη καί δροσερή θαρρεῖς…

…Ἀπό τό σπίτι τῶν Ἀγγέλων ἔφυγε μαζί μέ τούς Ἀγγέλους της ἡ Γερόντισσα τῶν Ἀγγέλων – ὅπως τήν ἀποκάλεσε σ’ ἕνα γράμμα πού τῆς ἔστειλε ἀπό τή Μητρόπολή του στό Καστέλι ὁ Δεσπότης Εἰρηναῖος. Ἔφυγε τήν Δευτέρα 17 Ἀπριλίου 1989 γιά τήν Ἁγία Σκέπη στήν Αἴγινα καί ἡ Ἀθήνα ἄδειασε. Στήν Αἴγινα τῆς παραχώρησε ὁ Μητροπολίτης Ὕδρας, Σπετσῶν καί Αἰγίνης ἕνα κελίον πού ἀνήκει στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Νεκταρίου – τήν Ἁγία Σκέπη. Ἦταν ἕνας μικρός παράδεισος. Σχεδόν ὅλοι οἱ γνωστοί τῆς γερόντισσας ἦρθαν νά τήν δοῦν. Καθημερινά ἔβλεπε κόσμο. Ἀπό τίς πρῶτες εὐλογημένες ἐπισκέψεις ἦταν αὐτή τοῦ Σεβασμιωτάτου Εἰρηναίου. Μιλοῦσαν γιά τή Γερμανία καί τά ἔργα στήν Κρήτη. Μετά ἀπό λίγο μᾶς ἔφερε τήν εὐλογία τοῦ Ἁγίου Ὅρους μέ μία ἀναπάντεχη ἐπίσκεψή του ὁ πνευματικός μας πατήρ Διονύσιος ὁ Μικραγιαν-νανίτης ὁ ὁποῖος εἶχε ἔρθει προσκύνημα στόν Ἅγιο Νεκτάριο…

…Στήν Ἁγία Σκέπη ἐρχόταν ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ἱερόθεος μαζί μέ τήν ἡγουμένη τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, τή Γερόντισσα Εἰρήνη καί τίς ἀδελφές τῆς μονῆς. Μιά μέρα, ἡ ἀδελφή του δεσπότη μᾶς πῆγε στόν Ἅγιο Μηνᾶ, ἕνα μοναστήρι γεμᾶτο ζωή καί νειάτα. Ἡ Γερόντισσα Θέκλα, ἡ ἡγουμένη τῆς μονῆς καί ὅλη ἡ συνοδεία της ἀγάπησαν τή Γερόντισσα ἀπό τήν πρώτη στιγμή. Οἱ μῆνες περνοῦσαν εὐλογημένα, ὥσπου μιά μέρα ἦρθε κάτι ξαφνικό νά ἀλλάξει τή ζωή μας. Ἡ ἀγαπημένη ὅλων μας Γερόντισσα ἀρρώστησε σοβαρά. Προσβλήθηκε ἀπό τή νόσο του Hodgkin, τόν καρκίνο τῶν λεμφαδένων. Ὕστερα ἀπό μεγάλη ἐπιμονή ὅλων μας, δέχεται νά τή δεῖ γιατρός. Τελικά, νομίζω ὅτι μᾶλλον ἐκείνη τόν… εἶδε, γιατί βγῆκαν ἀπό τό κελλί της σέ τρία μόλις λεπτά. Προφανῶς τοῦ εἶπε ὅτι δέν πρόκειται νά κάνει καμία θεραπεία. Περνάει κι ἄλλος ἕνας μῆνας καί οἱ πόνοι ἀρχίζουν καί τήν ταλαιπωροῦν. Δέν παραπονιέται ὅμως, δέν λέει τίποτε. Ὅλη μέρα κρατᾶ τόν ξύλινο σταυρό της πάνω στό ἀριστερό της αὐτί. Δέν μιλάει πολύ. Δέν τρώει πολύ καί σίγουρα δέν κοιμᾶται καθόλου. Πρέπει νά μπεῖ σέ νοσοκομεῖο. Τηλεφωνᾶ στήν Παμμακάριστο, τό ἴδιο νοσοκομεῖο ἀπ’ ὅπου ἔφυγαν γιά τόν ἄλλο κόσμο τά δυό της ἀδέλφια, καί ἕνα ἀπόγευμα βροχερό, στίς 21 Φεβρουαρίου, ξεκινᾶμε γιά Ἀθήνα. Στή μέση τῆς διαδρομῆς, μόλις φθάσαμε σ’ ἐκεῖνο τό μικρό γλαρονήσι, λές καί ἀκούστηκε ὁ ἦχος πού κάνει ἕνα κλαρί ὅταν σπάει… Δέν θά ἐπιστρέφαμε πιά στήν Αἴγινα. Ἐκείνη παρ’ ὅλους τούς πόνους βρίσκεται, ὅπως ἔλεγε ὁ γέροντάς μας π. Διονύσιος πού τήν εἶδε, σέ συνεχῆ δοξολογία…

…Στίς 9 Ἀπριλίου 1990, βγῆκε ἀπό τό νοσοκομεῖο καί στή συνέχεια φιλοξενήθηκε γιά ἕνα διάστημα στό σπίτι τῆς ἀδελφῆς Αὐγουστίνας στήν Κάτω Ἠλιούπολη… Οἱ μέρες περνοῦν βαριές. Δέν ἀντέχουμε νά τή βλέπουμε νά ὑποφέρει. Οἱ λεμφαδένες της στόν λαιμό καί κοντά στ’ αὐτί ἔχουν πρηστεῖ σάν μεγάλα καρύδια καί τήν πονᾶνε. Δέν λέει τίποτε. Δέν παραπονιέται γιά τίποτε. Τό τέλος πλησιάζει. Πλησιάζει καί τό Πάσχα. Πάντα ἤθελε νά φύγει μέ τό «Χριστός Ἀνέστη»… «Λές νά τήν πάρει ὁ Κύριος τώρα;», σκεπτόμασταν. Τό Μεγάλο Σάββατο, 14 Ἀπριλίου 1990, πᾶμε στή γειτονική ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Μετά τό «Ἀνάστα ὁ Θεός», μεταλαμβάνει. Ἐπιστρέφουμε σπίτι. Μπαίνουμε στό δωμάτιό της καί ἀνασηκώνει τό μαντήλι της. «Φέρε ἐδῶ τό χέρι σου», μοῦ λέει. Διστακτικά τῆς τό δίνω. Φοβόμουν μήν τήν πονέσω. Φοβόμουν ν’ ἀγγίξω καί τόν καρκίνο, πού μᾶς τήν ἅρπαζε τόσο βάναυσα. Μέ τό χέρι της παίρνει τό δικό μου καί τό ὁδηγεῖ στό σημεῖο τῆς ἀρρώστιας. Πάνω-κάτω στόν λαιμό της μέ πίεση κι ἐπιμονή. «Μά τί γίνεται ἐδῶ;», ἀναφώνησα. «Πού πῆγαν οἱ ἀδένες;». Σάν ἄπιστος Θωμᾶς ψηλαφῶ, ξαναψηλαφῶ… Δέν ὑπῆρχε τίποτα!!! Ὁ καρκίνος εἶχε ἐξαφανισθεῖ τήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας! Ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ! Ἐπειδή ἔτσι τό θέλησε ὁ Κύριος! Δέν ὑπάρχουν βέβαια λόγια. Τί νά ποῦν τά φτωχά; Φωνή, κακό, χαρές, δοξολογίες, εὐχαριστίες, τηλεφωνήματα στούς φίλους… Ἕνα μικρό πανηγύρι… Ἠσθένησε, Σύ δέ κατηρτίσω αὐτήν… Χριστός Ἀνέστη! Ἀληθῶς Ἀνέστη! Ἡ δοκιμασία εἶχε κρατήσει ἀκριβῶς 40 μέρες…

…«Καί τώρα, ποῦ πᾶμε Γερόντισσα;». Τή ρώτησα. «Ἀπό σήμερα καί μέχρι τῆς Πεντηκοστῆς θά λέμε ἀδιάλειπτα τό Βασιλεῦ οὐράνιε καί θά ἔχουμε τ’ αὐτιά μας ἀνοιχτά», ἀπάντησε. Ἔτσι κι ἔγινε. Τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἦρθε τό μήνυμα. Μία λέξη. ΛΕΡΟΣ. Στό νησί ἔφθασε στίς 25 Νοεμβρίου 1990, τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης. Πέντε χρόνια μετά, τό 1995, χτιζόταν στό μοναστήρι τῶν Ἁγίων Ἀγγέλων τό παρεκκλήσι τῆς Ἁγίας. Μέσα σ’ αὐτό τό ἐκκλησάκι, ἄν θέλει ὁ Κύριος, μπορεῖ νά εἶναι ἡ τελευταία γήινη κατοικία της. Ὅπου πήγαινε ἡ Γερόντισσα Γαβριηλία, ἡ ἀγάπη πού ἔβαζε ὁ Κύριος στίς καρδιές τῶν παιδιῶν Του τήν περιτριγύριζε καί τήν ἀγκάλιαζε. Σέ ὅλη της τή ζωή. Τόν Αὔγουστο τοῦ 1991, ἑπτά μῆνες πρίν τήν ἐκδημία της, ἦρθαν ἀπό τή Μικρά Ἁγία Ἄννα τοῦ Ἁγίου Ὅρους ὁ Γέροντάς μας, ὁ πατήρ Διονύσιος ὁ Μικραγιαννανίτης μαζί μέ τόν πατέρα Σπυρίδωνα. Ἔλεγε ἡ Γερόντισσα στή φίλη της Χ. Ζησίμου: «Ἀδελφή μου Χαρίκλεια, ἀντί νά μέ πᾶνε τέσσερις, μέ πῆγαν δύο». «Τί θέλεις νά μοῦ πεῖς;». «Θέλω νά σοῦ ἀναγγείλω τό εὐχάριστο. Ἦλθε ὁ Γέροντάς μας ἀπό τό Ἅγιον Ὅρος, ὁ πατήρ Διονύσιος ὁ Μικραγιαννανίτης, καί μέ σήκωσαν σέ μιά καρέκλα, γιατί δέν μπορῶ νά περπατήσω, ἕνας καλόγερος ὁ πατήρ Σπυρίδων κι ἕνας διάκος ὁ πατήρ Μελίτων καί μέ πῆγαν στήν ἐκκλησία τῆς Παναγιᾶς τοῦ Κάστρου καί μέ ἔκαναν μεγαλόσχημη, ὡς καί τή μικρή Γαβριηλία»…

…Ὅμως οἱ μέρες καί οἱ μῆνες ἔφευγαν ἀμετάκλητα. Κάπου τό ἤξερε κι ἡ καρδιά μας, μά διώχναμε μακριά τή σκέψη τοῦ ἀποχωρισμοῦ. Ἡ ἔκφραση τοῦ προσώπου της ἦταν πολύ σοβαρή. Ἔλεγε πολύ λίγα λόγια. Οἱ λέξεις πιά βάραιναν. Ἡ κάθε στιγμή μετροῦσε γιατί ἦταν μετρημένη. Ἔφευγε…

…Ἐκεῖνο τό πρωί τῆς 28ης Μαρτίου 1992, στίς ἕξι καί τέταρτο, λίγα λεπτά μόλις πρίν ἀνατείλει ὁ ἥλιος, ἁπλώθηκε στό κελί της μιά διαφορετική καί γαληνεμένη ἀτμόσφαιρα. Ξαφνικά, ἀνασήκωσε τά δυό της χέρια πρός τόν οὐρανό καί προσπάθησε μέ ἕνα τρεμούλιασμά τους νά μᾶς πεῖ κάτι. Αὐτό τό κάτι τό καταλάβαμε τή στιγμή πού ξεψυχοῦσε. Εἶχε δεῖ προφανῶς κάτι. Κάποιους πού εἶχαν ἔρθει. Τό συγκλονιστικό ἦταν ὅτι συγχρόνως, τήν ἴδια στιγμή, ἀκούσαμε καθαρώτατα μιά νεανική φωνή νά τραγουδᾶ μιά μελωδία ἄγνωστη, χαρμόσυνη, ἀγγελική… Αὐτό κράτησε μόλις λίγα δευτερόλεπτα κι ἀμέσως μετά, μιά σιωπή, μιά ἀπουσία κι ἕνα κενό γέμισαν τό κελί. Ἀνοίξαμε τό παράθυρο καί μπῆκαν οἱ πρῶτες ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου. Μετά τήν ἀγρυπνία καί τήν κόπωση, πού ξαφνικά θυμηθήκαμε, ἦταν ἡ πρώτη παρηγοριά. Ὅλα ἔγιναν πολύ γρήγορα ἀπό ἐκείνη τή στιγμή. Ἡ ἑτοιμασία, τά τηλεφωνήματα… Ἦρθε ὁ πατήρ Νικόδημος. Ἐψάλη τό πρῶτο τρισάγιο. Ἦρθε ὁ ἰατρός, ὁ Νικήτας Ταχλιαμπούρης. Ἦρθε καί ὁ πατήρ Ἄνθιμος καί τήν ὁδήγησαν στήν Παναγιά τοῦ Κάστρου, στόν ἱερό τοῦτο ναό ὅπου, δύο χρόνα πρίν, τῆς εἶχε κάνει τήν κουρά εἰς μεγαλόσχημον ὁ ἁγιορείτης Γέροντάς μας, ὁ σεβαστός πατέρας Διονύσιος ὁ Μικραγιαννανίτης, ἐκεῖ ἔμελλε νά εἶναι καί ἡ τελευταῖα γήινη κατοικία της…

…Πῶς οἰκονόμησε ὁ Κύριος καί μετά ἀπό τήν τόσο πολυταξιδευμένη ζωή της ἐπέστρεψε, γύρισε ἐκεῖ, ἀπό ὅπου εἶχε ξεκινήσει. Στήν Κωνσταντινούπολη, στό κανονικό ἔδαφος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Καί τώρα ἀπό τό Κάστρο τῆς Λέρου, ἐκεῖ ψηλά, ἀτενίζει τήν ἀγαπημένη της ἐπίγεια πατρίδα, τήν ἀγαπημένη μας Πόλη, τό Φανάρι μας…


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΥ ΜΗΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΓΑΒΡΙΗΛΙΑΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΤΙΣΣΗΣ ΤΗΣ ΕΝ ΛΕΡΩι ΤΗΣ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ

Ἧς ἡ Μνήμη τῇ ιηʹ Ἰουλίου

Ποιηθεῖσα ὑπὸ τοῦ ἐλαχίστου ἐν Ἐπισκόποις Κυρίλλου, τοὐπίκλην Κογεράκη, Μητροπολίτου τῆς Ἁγιωτάτης Μητροπόλεως Ῥόδου. 

ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΙΚΡΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟΝ

Ἱστῶμεν στίχ. δ’ καὶ ψάλλομεν τὰ κάτωθι Στιχηρὰ Προσόμοια.

Ἦχος α’. Τῶν οὐρανίων ταγμάτων.

Τῶν Ὀρθοδόξων οἱ δῆμοι, ἐπιτελέσωμεν, Γαβριηλίας μνήμην, τὴν φαιδρὰν γηθοσύνως· σήμερον γὰρ λάμπει, ὥσπερ ἀστήρ, τὰς ψυχὰς καταυγάζουσα, τῶν πρὸς αὐτῆς ἀφορώντων πανευλαβῶς, τὴν πρεσβείαν μετὰ πίστεως.

Τῆς ἐπιγείου ζωῆς σου, ἐπιτελέσασα, δι᾿ ἀρετῆς τὸν δρόμον, τῆς χαρᾶς ἠξιώθης, ἔνθα τῶν Ἁγίων, πάντων χοροί· ἐκτενῶς μεθ᾿ ὧν πρέσβευε, Γαβριηλία θεόφρον ὑπὲρ ἡμῶν, σωτηρίας ἵνα τύχωμεν.

Φιλαδελφίας τοῖς ἔργοις, Θεῷ δουλεύσασα, ὡς τὴν ψυχὴν φλεχθεῖσα, τῷ πυρὶ τῆς ἀγάπης, ἔλαβες τῶν πόνων, εἰς ἑκατόν, τοὺς καρποὺς καθὼς γέγραπται, Γαβριηλία Ὁσία· ὅθεν ἀεί, ὑπερεύχου τῶν ὑμνούντων σε.

Εὐαγγελίου τὸν λόγον, ζήλῳ πληρώσασα, καὶ ἀρετῶν τῷ ὕψει, καρτερῶς ἀνελθοῦσα, ἔλαβες νυμφῶνα, τὸν τῆς ζωῆς, ἀληθῶς εἰς κατάπαυσιν, Γαβριηλία θεόφρον· ὅθεν ἡμῶν, μὴ ἐλλίπῃς προστατεύουσα.

Δόξα. Ἦχος β’.

Ο῾σία Μῆτερ, Γαβριηλία πανεύφημε, ἐκ νεότητος Χριστῷ ἀνακειμένη, τῆς ψυχῆς τὴν λαμπάδα, ταῖς ἀρεταῖς ἐτήρησας ἄσβεστον, καὶ ταύτην ἐφαίδρυνας, φιλαδελφίας ἐλαίῳ. Ὅθεν εἰς τὸν νυμφῶνα τῆς χαρᾶς, τῆς ἀθανάτου εἰσελθοῦσα, καὶ εὐφραινομένη τῷ κάλλει, τοῦ γλυκυτάτου ἐραστοῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν, τῶν τελούντων τὴν μνήμην σου.

Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.

Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου, εἰς σὲ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην σου.

Εἰς τὸν Στίχον, Στιχηρὰ Προσόμοια.

Ἦχος β’. Οἶκος τοῦ Ἐφραθᾶ.

Πόθον τὸν θεϊκόν, πλουτοῦσα ἐν καρδίᾳ, Γαβριηλία Μῆτερ, οὐράνιον τὸν βίον, ἀγάπης πλούτῳ ἔδειξας.

Στίχ. Ὑπομένων, ὑπέμεινα τὸν Κύριον καὶ προσέσχε μοι.

Ω῎φθης ἐν γυναιξί, ὀλβία ἐν ἐσχάτοις, Κυρίου ἐν τῷ νόμῳ, βιώσασα σωφρόνως, Γαβριηλία ἔνδοξε.

Στίχ. Καὶ ἔστησεν ἐπὶ πέτραν τοὺς πόδας μου καὶ κατηύθυνε τὰ διαβήματά μου.

Δόξης τῆς ὑπὲρ νοῦν, ὡς κατηξιωμένη, πρέσβευε τῷ Κυρίῳ, ὑπὲρ τῶν σῶν προσφύγων, Γαβριηλία πάνσεμνε.

Δόξα. Ἦχος πλ. δ’.

Δεῦτε πιστοί, Γαβριηλίαν τὴν σώφρονα, μελῳδικῶς ἐπαινέσωμεν· ἐκ νεότητος γὰρ ἔχουσα, ἱερωτάτην τὴν προαίρεσιν, ταῖς εὐαγγελικαῖς ἀρεταῖς, πνευματικῶς ἐκοσμήθη. Ὅθεν τὸν στέφανον τῆς ζωῆς, παρὰ Θεοῦ δεξαμένη, πρεσβεύει αὐτῷ,  πρὸς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.

Δέσποινα πρόσδεξαι, τὰς δεήσεις τῶν δούλων σου, καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς, ἀπὸ πάσης ἀνάγκης καὶ θλίψεως.

«Νῦν ἀπολύεις», τὸ Τρισάγιον, τὸ Ἀπολυτίκιον ἐκ τοῦ Μεγάλου Ἑσπερινοῦ καὶ Ἀπόλυσις.


ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΕΓΑΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟΝ

Ὁ Προοιμιακὸς καὶ τό «Μακάριος ἀνήρ». Εἰς δὲ τό «Κύριε ἐκέκραξα» ἱστῶμεν στίχ. η’ καὶ ψάλλομεν τὰ κάτωθι Στιχηρὰ Προσόμοια.

Ἦχος α’. ῍Ω τοῦ παραδόξου θαύματος.

Δεῦτε συνελθόντες σήμερον, εὐσεβῶν οἱ χοροί, τῷ Κυρίῳ ᾄσωμεν, καὶ ὕμνοις χαρμονικῶς, ἀνευφημήσωμεν, Ὁσίαν τὴν θαυμαστήν, Γαβριηλίαν τὴν βίον ἰσάγγελον, τελέσασαν ἐπὶ γῆς, τῇ ἐργασίᾳ τοῦ θείου θελήματος· χαίροις πρὸς αὐτὴν βοῶντες, Μῆτερ ἀεισέβαστε· ἡμῶν ἔσο ἐν βίῳ, προστασία ταῖς πρεσβείαις σου.

Σὺ Γαβριηλία ἔνδοξε, ἐκ παιδὸς ἱεράν, σχοῦσα τὴν προαίρεσιν, τοῖς ἴχνεσι τοῦ Χριστοῦ, κατηκολούθησας· ἐν σπλάγχνοις δὲ οἰκτιρμῶν, εὐεργετοῦσα διῆλθες τὸν βίον σου, καὶ ἐλαβες τὸν μισθόν, εἰς ἑκατὸν τῶν ἐνθέων σου πράξεων. Ὅθεν τῆς χαρᾶς τυχοῦσα, τῆς ὑπὲρ κατάληψιν, τὴν εἰρήνην ἐξαίτει, ταῖς καρδίαις τῶν τιμώντων σε.

Μένει ἀληθῶς ὡς γέγραφεν, ὁ Προφήτης Δαβίδ, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, Ὁσία ἐν γενεαῖς, τὸ σὸν μνημόσυνον· ἡμέρας γὰρ καὶ νυκτός, σὺ ἐν τῷ νόμῳ Θεοῦ ἐμελέτησας, καὶ πάντοτε ἀκριβῶς, τὸ θέλημά σου ἐν τούτῳ ἐτήρησας. Ὅθεν σε Γαβριηλία, οἱ πιστοὶ γεραίρομεν, ἐξαιτοῦντες ἐν βίου, τοῖς κινδύνοις σε βοήθειαν.

Χαίρει ἐπὶ σοὶ καὶ γάνυται, Κωνσταντίνου τρανῶς, πόλις ἡ βασίλειος, αὐχοῦσά σε ἐν Χριστῷ, τίμιον βλάστημα· ἡ νῆσος δὲ εὐσεβῶς, ἡ τῶν Λερίων κομπάζει κατέχουσα, τὴν θήκην ὡς θησαυρόν, Γαβριηλία τῶν θείων λειψάνων σου· σὺ δὲ Μῆτερ ἀμφοτέρας, ταῖς εὐχαῖς σου φύλαττε, καὶ προστάτευε πάντων, τῶν φωνούντων σου τὸ ὄνομα.

Ἕτερα. Ἦχος β´. Ποίοις εὐφημιῶν.

Ποίοις εὐφημιῶν στέμμασι, στεφανώσωμεν τὴν θεοφόρον; τὴν Γαβριηλίαν τὴν σώφρονα, τὴν ἐν ταπεινώσει ἐλπίσασαν, ἐπὶ τῷ Κυρίῳ παιδιόθεν· τὴν κόσμου, παρωσαμένην τὰ ἐπίκηρα, καὶ ζήλῳ, τῆς εὐσεβείας διαπρέψασαν· δόξης γὰρ αὕτη τῆς θείας, ὡς ἀξιωθεῖσα, Παραδείσου ἐν ταῖς αὐλαῖς, βραβεύει τὰ κρείττονα, τοῖς πόθῳ αὐτῇ προστρέχουσιν.

Ποίοις ὑμνῳδιῶν κάλλεσιν, ἀναδήσωμεν τὴν θεοφόρον; τὴν Γαβριηλίαν τὴν πάνσεμνον, τὴν Χριστοῦ τρωθεῖσαν τῷ ἔρωτι, καὶ ἀποῤῥαγεῖσαν τῶν ματαίων· τὴν ζήλῳ, ἐν μέσῳ κόσμου τῆς συγχύσεως, Ἀγγέλων, μιμησαμένην τὸ πολίτευμα· τὴν ἐν ὑψίστοις συνοῦσαν, αὐτῶν ταῖς χορείαις, καὶ πρεσβεύουσαν τῷ Θεῷ, ἡμεῖς ἵνα λάβωμεν, πταισμάτων πολλῶν τὴν ἄφεσιν.

Ποίοις ἀσματικοῖς μέλεσιν, εὐφημήσωμεν τὴν θεοφόρον; τὴν Γαβριηλίαν τὴν ἔνδοξον, τὴν μιμησαμένην τὸ ἔλεος, τοῦ Θεοῦ ἐκ πρώτης ἡλικίας· τὴν πόλεις, τόπους καὶ χώρας διαμείψασαν, καὶ πλείστοις, τοῖς ἐν ἀνάγκαις ἐπαρκέσασαν· πολλὴν γὰρ αὕτη λαβοῦσα, τὴν ἀντιμισθίαν, τῆς Τριάδος ἐν οὐρανοῖς, τῷ θρόνῳ παρίσταται, ὑπὲρ τῶν πιστῶν πρεσβεύουσα.

Ποίοις μελῳδιῶν ἔπεσιν, ἐπαινέσωμεν τὴν θεοφόρον; τὴν Γαβριηλίαν τὴν πάντιμον, τῆς Βασιλευούσης τὸ βλάστημα, καὶ τῆς Λέρου καύχημα καὶ κλέος· ἀγάπης, τὸ ἐκμαγεῖον τὸ οὐράνιον, εἰκόνα, φιλαδελφίας τὴν θεόγραφον· τῶν ἀρετῶν τὸ ταμεῖον, τὴν θαυμαστωθεῖσαν, τῶν θαυμάτων ταῖς δωρεαῖς, εἰς δόξαν καὶ αἴνεσιν, Πατρός τε, Υἱοῦ καὶ Πνεύματος.

Δόξα. Ἦχος πλ. α’.

Σήμερον μυστικῶς, ἡ Ἐκκλησία στολίζεται, ὡς χρέος ἐτήσιον, καὶ πανήγυριν εὔσημον, τὴν μνήμην σου ἄγουσα, Γαβριηλία πανεύφημε· ἐν ᾗ καὶ ἡμεῖς συναχθέντες, ἑόρτια κροτοῦμέν σοι, καὶ ὁμοφώνως λέγομεν· Χαίροις ἡ τὴν θείαν φωνὴν ἐνωτισθεῖσα, καὶ τὸν σταυρὸν ἀραμένη, καὶ Χριστῷ ἀκολουθήσασα, μηδὲν προκρίνασα, τῆς ἀγάπης αὐτοῦ· ἡ θεωρίας ἐπίβασιν, τὴν πρᾶξιν ἐφευροῦσα, καὶ ἱεροκῆρυξ τῆς ἀληθείας, ζήλῳ ἀποστολικῷ, ἐν περισσείᾳ ἔργων ἀγάπης, τοῖς πέρασι χρηματίσασα. Ἀλλ᾿ ὡς ἐν οὐρανοῖς, κτησαμένη τὴν κατάπαυσιν, καὶ Ἀγγέλων χαρᾶς κοινωνήσασα, πρέσβευε σὺν αὐτοῖς, πρὸς τὸν σώζειν δυνάμενον Κύριον, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.

Ε᾽ν τῇ Ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ, τῆς Ἀπειρογάμου Νύμφης, εἰκὼν διεγράφη ποτέ. Ἐκεῖ, Μωϋσῆς διαιρέτης τοῦ ὕδατος· ἐνθάδε, Γαβριὴλ ὑπηρέτης τοῦ θαύματος. Τότε, τὸν βυθὸν ἐπέζευσεν ἀβρόχως Ἰσραήλ· νῦν δέ, τὸν Χριστὸν ἐγέννησεν ἀσπόρως ἡ Παρθένος. Ἡ θάλασσα, μετὰ τὴν πάροδον τοῦ Ἰσραήλ, ἔμεινεν ἄβατος· ἡ Ἄμεμπτος, μετὰ τὴν κύησιν τοῦ Ἐμμανουήλ, ἔμεινεν ἄφθορος. Ὁ ὢν καὶ προών, καὶ φανεὶς ὡς ἄνθρωπος Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.

Εἴσοδος, τό «Φῶς ἱλαρόν», τὸ Προκείμενον τῆς ἡμέρας καὶ τὰ Ἀναγνώσματα.

Παροιμιῶν τὸ Ἀνάγνωσμα.

 (Κεφ. λα’, 10,13-20,25)

Γυναῖκα ἀνδρείαν τίς εὑρήσει; τιμιωτέρα δέ ἐστι λίθων πολυτελῶν ἡ τοιαύτη. Μηρυομένη ἔρια καὶ λίνον ἐποίησεν εὔχρηστον ταῖς χερσὶν αὐτῆς. Ἐγένετο ὡσεὶ ναῦς ἐμπορευομένη μακρόθεν, συνάγει δὲ αὕτη τὸν βίον. Καὶ ἀνίσταται ἐκ νυκτῶν καὶ ἔδωκε βρώματα τῷ οἴκῳ καὶ ἔργα ταῖς θεραπαίναις. Θεωρήσασα γεώργιον ἐπρίατο, ἀπὸ δὲ καρπῶν χειρῶν αὐτῆς κατεφύτευσε κτῆμα. Ἀναζωσαμένη ἰσχυρῶς τὴν ὀσφὺν αὐτῆς ἤρεισε τοὺς βραχίονας αὐτῆς εἰς ἔργον. Ἐγεύσατο ὅτι καλόν ἐστι τὸ ἐργάζεσθαι, καὶ οὐκ ἀποσβέννυται ὁ λύχνος αὐτῆς ὅλην τὴν νύκτα. Τοὺς πήχεις αὐτῆς ἐκτείνει ἐπὶ τὰ συμφέροντα, τὰς δὲ χεῖρας αὐτῆς ἐρείδει εἰς ἄτρακτον. Χεῖρας δὲ αὐτῆς διήνοιξε πένητι, καρπὸν δὲ ἐξέτεινε πτωχῷ. Ἰσχὺν καὶ εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο καὶ εὐφράνθη ἐν ἡμέραις ἐσχάταις.

Σοφίας Σολομῶντος τὸ Ἀνάγνωσμα.

(Κεφ. γ’, 1-9)

Δικαίων ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ, καὶ οὐ μὴ ἅψηται αὐτῶν βάσανος. Ἔδοξαν ἐν ὀφθαλμοῖς ἀφρόνων τεθνάναι, καὶ ἐλογίσθη κάκωσις ἡ ἔξοδος αὐτῶν καὶ ἡ ἀφ᾿ ἡμῶν πορεία σύντριμμα· οἱ δέ εἰσιν ἐν εἰρήνῃ. Καὶ γὰρ ἐν ὄψει ἀνθρώπων ἐὰν κολασθῶσιν, ἡ ἐλπὶς αὐτῶν ἀθανασίας πλήρης. Καὶ ὀλίγα παιδευθέντες, μεγάλα εὐεργετηθήσονται· ὅτι ὁ Θεὸς ἐπείρασεν αὐτοὺς καὶ εὗρεν αὐτοὺς ἀξίους ἑαυτοῦ. Ὡς χρυσὸν ἐν χωνευτηρίῳ ἐδοκίμασεν αὐτούς, καὶ ὡς ὁλοκάρπωμα θυσίας προσεδέξατο αὐτούς. Καὶ ἐν καιρῷ ἐπισκοπῆς αὐτῶν ἀναλάμψουσι καὶ ὡς σπινθῆρες ἐν καλάμῃ διαδραμοῦνται. Κρινοῦσιν ἔθνη καὶ κρατήσουσι λαῶν, καὶ βασιλεύσει αὐτῶν Κύριος εἰς τοὺς αἰῶνας. Οἱ πεποιθότες ἐπ᾿ αὐτῷ συνήσουσιν ἀλήθειαν, καὶ οἱ πιστοὶ ἐν ἀγάπῃ προσμενοῦσιν αὐτῷ· ὅτι χάρις καὶ ἔλεος ἐν τοῖς ὁσίοις αὐτοῦ, καὶ ἐπισκοπὴ ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς αὐτοῦ.

Σοφίας Σολομῶντος τὸ Ἀνάγνωσμα.

(Κεφ. ε’, 15-6,3)

Δίκαιοι εἰς τὸν αἰῶνα ζῶσι, καὶ ἐν Κυρίῳ ὁ μισθὸς αὐτῶν, καὶ ἡ φροντὶς αὐτῶν παρὰ Ὑψίστῳ. Διὰ τοῦτο λήψονται τὸ βασίλειον τῆς εὐπρεπείας καὶ τὸ διάδημα τοῦ κάλλους ἐκ χειρὸς Κυρίου· ὅτι τῇ δεξιᾷ σκεπάσει αὐτοὺς καὶ τῷ βραχίονι ὑπερασπιεῖ αὐτῶν. Λήψεται πανοπλίαν τὸν ζῆλον αὐτοῦ, καὶ ὁπλοποιήσει τὴν κτίσιν εἰς ἄμυναν ἐχθρῶν. Ἐνδύσεται θώρακα δικαιοσύνην, καὶ περιθήσεται κόρυθα κρίσιν ἀνυπόκριτον. Λήψεται ἀσπίδα ἀκαταμάχητον ὁσιότητα, ὀξυνεῖ δὲ ἀπότομον ὀργὴν εἰς ῥομφαίαν, συνεκπολεμήσει αὐτῷ ὁ κόσμος ἐπὶ τοὺς παράφρονας. Πορεύσονται εὔστοχοι βολίδες ἀστραπῶν καὶ ὡς ἀπὸ εὐκύκλου τόξου τῶν νεφῶν ἐπὶ σκοπὸν ἁλοῦνται, καὶ ἐκ πετροβόλου θυμοῦ πλήρεις ῥιφήσονται χάλαζαι. Ἀγανακτήσει κατ᾿ αὐτῶν ὕδωρ θαλάσσης, ποταμοὶ δὲ συγκλύσουσιν ἀποτόμως. Ἀντιστήσεται αὐτοῖς πνεῦμα δυνάμεως καὶ ὡς λαῖλαψ ἐκλικμήσει αὐτούς. Καὶ ἐρημώσει πᾶσαν τὴν γῆν ἀνομία, καὶ ἡ κακοπραγία περιτρέψει θρόνους δυναστῶν. Ἀκούσατε οὖν, βασιλεῖς, καὶ σύνετε· μάθετε δικασταὶ περάτων γῆς· ἐνωτίσασθε, οἱ κρατοῦντες πλήθους καὶ γεγαυρωμένοι ἐπὶ ὄχλοις ἐθνῶν· ὅτι ἐδόθη παρὰ Κυρίου ἡ κράτησις ὑμῖν καὶ ἡ δυναστεία παρὰ Ὑψίστου. 


ΕΙΣ ΤΗΝ ΛΙΤΗΝ, Ἰδιόμελα.

Ἦχος α’.

Δεῦτε πιστοὶ εὐφρανθῶμεν, καὶ πανηγυρίσωμεν· δεῦτε δόξαν καὶ τιμήν, τῷ Θεῷ δαυϊτικῶς, ἐν ἀληθείᾳ ἐνέγκωμεν, ὅτι ἐθαυμάστωσε, τὴν Ὁσίαν αὐτοῦ, Γαβριηλίαν τὴν σώφρονα· τὴν ἐκ νεότητος Χριστοῦ, τοῖς ἴχνεσιν ἐπιβᾶσαν, καὶ εὐαγγελικῶν ἀρετῶν, τὴν χάριν γεωργήσασαν· τὴν διὰ βίου παντός, ὑπὲρ τῶν ἐλαχίστων, δι᾿ ἀγάπην κοπιάσασαν, καὶ ταῖς ἀόκνοις εὐεργεσίαις, οἰκονόμος τῶν ἀγαθῶν, τῆς χάριτος γενομένην· τὴν ἐν αὐλαῖς τῆς ζωῆς, σὺν Ἀγγέλοις τανῦν χοροβατοῦσαν, καὶ πρεσβεύουσαν Τριάδι τῇ σεπτῇ, ὑπὲρ εἰρήνης τοῦ κόσμου, καὶ σωτηρίας τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Ἦχος β’.

Χαῖρε καὶ εὐφραίνου, Γαβριηλία πανθαύμαστε, Ὁσία ἀγγελώνυμε, ὅτι γυνὴ ἀνδρεία εὑρέθης, καὶ λίθων πολυτελῶν, τιμιωτέρα ἐγνωρίσθης· Χριστὸν γὰρ ἐρασθεῖσα, καὶ τὸν πλησίον ἀγαπήσασα, ἐγεύσω ὅτι καλόν ἐστι, τὸ ὑπὲρ τῶν ἐν ἀνάγκαις, καὶ κακοπαθείαις καὶ νόσοις, νυχθημερὸν ἐργάζεσθαι, καὶ ἐπὶ τὰ συμφέροντα αὐτῶν, ἐκτείνειν τὰς χεῖράς σου· ταῖς ἀπαύστοις τε φιλανθρωπίαις, τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ, τὴν χάριν πᾶσιν ἐκφήνασα, καὶ βεβαιώσασα πρακτικῶς, Εὐαγγελίου τὴν ἀκρίβειαν. Ἀλλ᾿ ὡς ἔχουσα Μῆτερ, πολλὴν τὴν παῤῥησίαν, μὴ παύσῃ ὑπὲρ ἡμῶν, δεήσεις ἀναφέρουσα, ἵνα ῥυσθῶμεν οἱ πάντες, ἐκ πειρασμῶν καὶ θλίψεων.

Ἦχος γʹ.

Τῆς εὐσεβείας ἀγῶσι διέπρεψας, Γαβριηλία Ὁσία, τῇ προνοίᾳ τοῦ Κτίσαντος, ὅλη ἀνατεθεῖσα· φιλανθρωπίας καμάτοις ἠρίστευσας, ὡς ἐλεεῖν καὶ οἰκτείρειν, χριστομιμήτῳ διαθέσει, οὐ καταναρκήσασα· ἐγκράτειαν ἤσκησας, ἐν μέσῳ κόσμου συγχύσεως· Εὐαγγελίου τὸν λόγον, τοῖς ἔργοις ἐτράνωσας· τὰ τῆς γῆς ἀφῆκας, καὶ Ἀγγέλων ἔτυχες στάσεως· μεθ᾿ ὧν προστάτευε καὶ ἡμῶν, τῶν ἀνευφημούντων σε.

Ἦχος δ’.

Εὐφραίνεται Λέρος, ἡ ἐν Δωδεκανήσῳ ἐκλεκτή, καὶ τιμᾷ σου τὴν μνήμην, Γαβριηλία πανθαύμαστε· ἐν αὐτῇ γὰρ τὴν ἐπὶ γῆς,  εὐαγγελικὴν ἀναστροφὴν, ἁγιοπρεπῶς ἐξετέλεσας, καὶ αὐτῇ κατέλιπες, ὡς θησαυρὸν ἁγιάσματος, τὸν θεῖόν σου τάφον, καὶ ὀστέα τὰ τίμια, τὴν εὐωδίαν τῆς χάριτος, μυστικῶς ἀποπνέοντα, καὶ ἰάσεις προχέοντα, τοῖς ἐν εὐλαβείᾳ προσερχομένοις, καὶ δοξάζουσι τὸν ἐν Τριάδι Θεόν, τὸν ἐν σοὶ θαυμαστόν, καὶ παρέχοντα διὰ σοῦ, τὴν εἰρήνην ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Δόξα. Ὁ αὐτός.

Τῆς Οἰκουμένης τὸ καύχημα, καὶ Κωνσταντινουπόλεως βλάστημα, τὴν ἐν Λέρῳ ἐστηριγμένην, τῆς Ἐκκλησίας λυχνίαν πολύφωτον, Γαβριηλίαν τὴν Ὁσίαν, μελῳδικῶς ἀνευφημήσωμεν· Χριστὸν γὰρ ποθήσασα, καὶ αὐτῷ ἀκολουθήσασα, τῆς εὐσεβείας τὸ στάδιον διήθλησε, καὶ ἐν ἀγάπης σπλάγχνοις ἀνέτλη, ὑπὲρ τῆς ὠφελείας τῶν πολλῶν, ἀγῶνας καὶ τόπους καὶ δρόμους· δι᾿ ὧν καὶ ἐδοξάσθη, ὡς ἄλλος Ἀπόστολος, καὶ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων μιμητής, καὶ Ὁσίων ἰσοστάσιος, μεθ᾿ ὧν καὶ πρεσβεύει, τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ὑπὲρ εἰρήνης τοῦ κόσμου, καὶ σωτηρίας τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.

Ε᾿κ παντοίων κινδύνων, τοὺς δούλους σου φύλαττε, Εὐλογημένη Θεοτόκε, ἵνα σε δοξάζωμεν, τὴν ἐλπίδα τῶν ψυχῶν ἡμῶν.


ΕΙΣ ΤΟΝ ΣΤΙΧΟΝ, Στιχηρὰ προσόμοια.

Ἦχος β’. Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου.

Δεῦτε εὐφημήσωμεν πιστοί, τὴν Γαβριηλίαν τὴν θείαν, ἐν κατανύξει ψυχῆς· αὕτη γὰρ πληρώσασα, θερμῆς ἐκ πίστεως, τοῦ Κυρίου τὸ θέλημα, ἀγάπης ἐν πλούτῳ, δόξαν ἐκληρώσατο, τὴν αἰωνίζουσαν, ἐν τῷ Παραδείσῳ συνοῦσα, δήμοις τῶν Ἁγίων ἁπάντων, καὶ ὑπὲρ ἡμῶν Θεῷ πρεσβεύουσα.

Στίχ. Ὑπομένων, ὑπέμεινα τὸν Κύριον καὶ προσέσχε μοι.

Ο῞λον ἐκ νεότητος Χριστῷ, ὡς ἀναθεμένη τὸν πόθον, Γαβριηλία τὸν σόν, πᾶσαν ἐναπέῤῥιψας, αὐτῷ τὴν μέριμναν· σθενουμένη δὲ χάριτι, ἐνίκησας κόσμον, καὶ τὸν κοσμοκράτορα, τῇ πολιτείᾳ σου. Ὅθεν ζωηφόρῳ παλάμῃ, στέφος ἀφθαρσίας λαβοῦσα, τῶν ὑμνολογούντων σε προστάτευε.

Στίχ. Καὶ ἔστησεν ἐπὶ πέτραν τοὺς πόδας μου καὶ κατηύθυνε τὰ διαβήματά μου.

Χαίροις ὁ τῆς πίστεως κανών, τῆς φιλαδελφίας ὁ τύπος, Γαβριηλία σεμνή· χαίροις τὸ παράδειγμα, βίου σεμνότητος· χαίροις σκεῦος πολύτιμον, ταπεινοφροσύνης· χαίροις ἐργαστήριον, εὐχῆς οὐράνιον· αἴτει οὖν εἰρήνην τελείαν, ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τῶν τελούντων, τὴν παμφαεστάτην σου πανήγυριν.

Δόξα. Ἦχος πλ. β’.

Ο῾σία Μῆτερ, ὡς τὸ λόγιόν φησι, ἐξ ὅλης δυνάμεώς σου, Θεὸν ἀγαπήσασα, καὶ τὸν πλησίον εὐσεβῶς, ὡς σεαυτὴν ἠγάπησας· διὸ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, ὡς σκύβαλα λογισαμένη, ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῶν πολλῶν ἐκοπίασας· ἀσκητικῶς ἠγωνίσω, καὶ πλείστους τόπους διέδραμες, εὐαγγελιζομένη τὸν λόγον τῆς ζωῆς· τοῖς ἐν ἀνάγκαις ἐπήρκεσας, καὶ τοῖς ἐν νόσοις διηκόνησας, πᾶσι τὰ πάντα ἐγένου, ἵνα πάντας κερδήσῃς, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ σου. Ὅθεν αὐτῷ παρισταμένη, ἐν ταῖς αὐλαῖς τῆς ζωῆς, καὶ χαρᾶς τῆς θείας ἀπολαύουσα, Γαβριηλία ἀοίδιμε, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν, τῶν τελούντων τὴν μνήμην σου.

Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.

Ο῾ Ποιητὴς καὶ Λυτρωτής μου Πάναγνε, Χριστὸς ὁ Κύριος, ἐκ τῆς σῆς νηδύος προελθών, ἐμὲ ἐνδυσάμενος, τῆς πρώην κατάρας, τὸν Ἀδὰμ ἠλευθέρωσε. Διό σοι Πάναγνε, ὡς τοῦ Θεοῦ Μητρί τε, καὶ Παρθένῳ ἀληθῶς, βοῶμεν ἀσιγήτως, τὸ χαῖρε τοῦ Ἀγγέλου· Χαῖρε Δέσποινα, προστασία καὶ σκέπη, καὶ σωτηρία τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

«Νῦν ἀπολύεις», τὸ Τρισάγιον καὶ τὸ Ἀπολυτίκιον.

Ἦχος αʹ. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Ε᾿ν τῷ κόσμῳ τὸν βίον, ἀγγελότροπον ἔζησας, καὶ Εὐαγγελίου τὸν λόγον, δι᾿ ἀγάπης ἐπλήρωσας, καὶ ἔλαμψας ἀνθρώπων ἐν ψυχαῖς, τοῖς ἔργοις σου τῆς πίστεως τὸ φῶς, καὶ χαρᾶς κατηξιώθης τῆς ὑπὲρ νοῦν, Ὁσία Γαβριηλία. Ὅθεν Χριστὸν ἱκέτευε θερμῶς, ὡς εὔσπλαγχνος δωρήσασθαι, ἔλεος καὶ εἰρήνην καὶ χαράν, τοῖς σὲ γεραίρουσιν.

Ἕτερον. Ἦχος δʹ. Ταχὺ προκατάλαβε.

Χριστῷ ἠκολούθησας, ἐνδιαθέτῳ στοργῇ, καὶ ἔργοις διέπρεψας, τῆς εὐποιΐας ἐν γῇ, Γαβριηλία πανεύφημε· χάριτι ἐμιμήσω, Ἀποστόλων τὸν ζῆλον· δόξῃ ἐθαυμαστώθης, ἐν σκηναῖς τῶν Δικαίων· διὸ ἐν παῤῥησίᾳ θερμῇ, πρέσβευε σωθῆναι ἡμᾶς.

Ἕτερον. Ἦχος γʹ. Τὴν ὡραιότητα.

Τὸν θεῖον τάφον σου, καὶ τῶν λειψάνων σου, τὴν θήκην ἔχουσα, ὥσπερ ἁγίασμα, ἡ Λέρος χαίρει ἐν Χριστῷ, Ὁσία Γαβριηλία· ταύτην οὖν προστάτευε, τῇ δοθείσῃ σοι χάριτι· ῥύου δὲ ἐκ θλίψεων, πειρασμῶν καὶ κακώσεων, τοὺς ὕμνοις γηθοσύνως τιμῶντας, τὴν θαυμαστήν σου πολιτείαν. 

Τὸ ὁμόηχον Θεοτοκίον καὶ Ἀπόλυσις. 


ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟΝ

Μετὰ τὴν α’ Στιχολογίαν, Κάθισμα.

Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου.

Ω῾ς ἥλιος ἰδού, Ἐκκλησίας τῷ πλάτει, φαιδρὰ ὡς ἀληθῶς, τῇ παρούσῃ ἡμέρᾳ, ἡ  μνήμη σου ἀνέτειλεν, ἐν ᾗ πάντες συνήλθομεν, εὐφημοῦντές σε, Γαβριηλία Ὁσία, καὶ δοξάζοντες, τὸν ὑπὸ σοῦ κηρυχθέντα, Σωτῆρα καὶ Κύριον.

Δόξα. Ὅμοιον.

Εὐφραίνεται λαμπρῶς, τῶν Λερίων ἡ νῆσος, ἐν ᾗ τὸν ἐπὶ γῆς, ἐπεσφράγισας δρόμον, τὸν τάφον σου κατέχουσα, καὶ ὀστέα τὰ πάντιμα, πηγὴν χάριτος, Γαβριηλία Ὁσία, ἧς προστάτευε, ταῖς πρὸς Χριστὸν τὸν Σωτῆρα, πρεσβείαις ἐνθέοις σου.

Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.

Δι᾿ ἔλεος πολύ, ἐξ ἁγνῶν σου αἱμάτων, ἐκύησας Πατρός, τὸν ὑπέρχρονον Λόγον, τὸ πτῶμα ἀνορθούμενον, τοῦ Ἀδὰμ τοῦ Προπάτορος·  ἀλλὰ πρέσβευε, ἐν μητρικῇ παῤῥησίᾳ, πάντας σώζεσθαι, τοὺς ἐπὶ σοὶ πεποιθότας, Παρθένε Πανάχραντε.

Μετὰ τὴν β’ Στιχολογίαν, Κάθισμα.

Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Α῎νω ἔχουσα, τὴν ἔφεσίν σου, κατεφρόνησας, τῶν ἐπιγείων, καὶ ἀγάπης ὡς οὖσα ἀνάπλεως, τοῖς ἐν ἀνάγκαις καὶ νόσοις καὶ θλίψεσι, Γαβριηλία ἐπέστης παράκλησις. Ὅθεν δόξης σε, τῆς θείας Χριστὸς ἠξίωσεν, ᾧ πρέσβευε ὑπὲρ τῶν εὐφημούντων σε.

Δόξα. Ὅμοιον.

Τόπους πλείονας, διαδραμοῦσα, καὶ ἐμπρέψασα, ἔργοις ἀγάπης, ἐν τῇ Λέρῳ τὸ ζῆν ἐξεπέρησας· τὴν δὲ ψυχήν σου ὁ Κτίστης δεξάμενος, Γαβριηλία τρανῶς σε ἐδόξασεν. Ὅθεν πρέσβευε, αὐτῷ ἐκτενῶς πανεύφημε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.

Λόγον τέτοκας, ἄνευ ὠδίνων, τὸν ὑπάρχοντα, πρὸ τῶν αἰώνων, σὺν Πατρί τε, Παρθένε, καὶ Πνεύματι, λύσαντα Εὔαν, ἡμῶν τὴν προμήτορα, πικρᾶς κατάρας, ὡς μόνος φιλάνθρωπος. Ὅθεν πρέσβευε, αὐτῷ ἐκτενῶς, Θεόνυμφε, σωθῆναι καὶ ἡμᾶς τοὺς ὑμνολόγους σου.

Μετὰ τὸν Πολυέλεον, Κάθισμα.

Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Τὸν Λυτρωτὴν ἀπὸ παιδὸς ἐρασθεῖσα, καὶ τὰ συρόμενα χαμαὶ παριδοῦσα, φιλανθρωπίας πράξεσι, πολλῶν ἀγαθῶν, πλείστοις ὤφθης πρόξενος, καὶ παράδειγμα θεῖον, σεαυτὴν παρέστησας, τελειότητος βίου· Γαβριηλία ὅθεν οἱ πιστοί, σὲ εὐφημοῦμεν τελοῦντες τὴν μνήμην σου.

Δόξα. Ἦχος πλ. δʹ. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.

Τὴν ἀγάπην Κυρίου ὡς ἐντολήν, παιδιόθεν τηροῦσα ἐπιμελῶς, οὐδόλως τοῦ σκεύους σου, τοῦ πηλίνου ἐφρόντισας, καὶ ἐν παντὶ τῷ βίῳ, τὸν τρόπον ἐπέδειξας, Γαβριηλία Μῆτερ, τοῖς πᾶσι φιλάδελφον, ἔργοις βεβαιοῦσα, ἀληθείας τὸν λόγον, καὶ ὄργανον χάριτος, φαινομένη τοῖς ἔθνεσιν, ἀρετῶν σου ταῖς λάμψεσιν. Ὅθεν δοξασθεῖσα σεμνή, τῇ Τριάδι πρέσβευε δωρήσασθαι, παραπτωμάτων τὴν λύσιν, τοῖς ἀνευφημοῦσί σε.

Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.

Φιλομήτορα ὕμνον χρεωστικῶς, ἀναμέλψωμεν δεῦτε, ὦ ἀδελφοί, πιστῶς μακαρίζοντες, τοῦ Θεοῦ τὴν λοχεύτριαν, τὴν μόνην Θεοτόκον, ἡμῶν τὴν βοήθειαν, καὶ Ὀρθοδόξων πάντων, προστάτιδα ἄγρυπνον, χαῖρε ἐκβοῶντες, Παναγία Παρθένε, τὸ βρότειον φύραμα, ἡ κατάρας λυτρώσασα, τοῦ Ἀδὰμ τοῦ Προπάτορος. Πρέσβευε τῷ σῷ Υἱῷ καὶ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ὀρθοδόξως τιμῶσι, τὸν ἄσπορον τόκον σου.

Οἱ Ἀναβαθμοί, ἤτοι τὸ α’ Ἀντίφωνον τῶν Ἀναβαθμῶν τοῦ δ’ ἤχου καὶ τὸ Προκείμενον.

Ὑπομένων, ὑπέμεινα τὸν Κύριον καὶ προσέσχε μοι.

Στίχ. Καὶ ἔστησεν ἐπὶ πέτραν τοὺς πόδας μου καὶ κατηύθυνε τὰ διαβήματά μου.

Εὐαγγέλιον, ζήτει τῇ ε’ Δεκεμβρίου.

Ὁ Ν’. Δόξα. Ταῖς τῆς σῆς Ὁσίας… Καὶ νῦν. Ταῖς τῆς Θεοτόκου…

Ἰδιόμελον. Ἦχος β’.

Στίχ. Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου.

Ο῾σία Μῆτερ, Γαβριηλία πανθαύμαστε, ἡ διὰ πίστεως ἀκραιφνοῦς, καὶ ἀγάπης ἀληθοῦς, καὶ ἐλπίδος βεβαίας, τῆς σωτηρίας ἀνθρώποις, τὸν λόγον ὑποδείξασα, καὶ παρὰ Θεοῦ στεφανωθεῖσα, ὡς δικαιοσύνης ἐπὶ γῆς, τοῖς ἔργοις πλεονάσασα, ἐν ταῖς σκηναῖς τῆς ζωῆς χοροβατοῦσα, καὶ Ἀγγέλων δήμοις συγχορεύουσα, τῆς κραταιᾶς προστασίας σου, μὴ στερήσῃς ἡμᾶς, τοὺς τελοῦντας τὴν μνήμην σου.

Σῶσον, ὁ Θεός, τὸν λαόν σου…

Εἶτα οἱ Κανόνες· ὁ Κανὼν τῆς Θεοτόκου μετὰ τῶν Εἱρμῶν εἰς στ´ καὶ ὁ τῆς Ὁσίας ὁμοίως εἰς στ´. Κανὼν τῆς Θεοτόκου, οὗ ἡ Ἀκροστιχίς· «Σὲ Θεονύμφευτε δοξολογοῦμεν. Κυρί(λ)λου».

Ὠιδὴ α’. Ἦχος δ’. Ὁ Εἱρμός.

Α᾿νοίξω τὸ στόμα μου, καὶ πληρωθήσεται Πνεύματος, καὶ λόγον ἐρεύξομαι, τῇ βασιλίδι Μητρί, καὶ ὀφθήσομαι, φαιδρῶς πανηγυρίζων, καὶ ᾄσω γηθόμενος, ταύτης τὰ θαύματα.

Τροπάρια.

Σωτῆρα ἡ τέξασα, ἐκ τῶν αἱμάτων σου Ἄχραντε, ἀπαύστως ἱκέτευε, ἐν παῤῥησίᾳ αὐτόν, σῶσαι ἅπαντας, πυρὸς τοῦ ἀκοιμήτου, τοὺς ὑμνολογοῦντάς σου, θαῦμα τὸ ἄῤῥητον.

Ε᾿τέχθη ὡς ἄνθρωπος, ἐκ σοῦ δι᾿ ἔλεος ἄφατον, ὁ Λόγος ὁ ἄναρχος, τοῦ προανάρχου Πατρός, καὶ Προμήτορος, τὴν λύπην διαλύσας, τῷ κόσμῳ ἐπήγασε, τὴν ἀγαλλίασιν.

Θαῤῥοῦντες προστρέχομεν, τῇ παναγίᾳ σου χάριτι, Παρθένε Πανάμωμε, καὶ ἐκβοῶμεν πιστῶς· Σῶζε, φύλλατε, ἡμᾶς ἐκ τῶν κινδύνων, τοῦ βίου καὶ θλίψεων, ὡς πολυεύσπλαγχνος.

Ε᾿ῤῥύη ἐν μήτρᾳ σου, δι᾿ ἀγαθότητα ἄῤῥητον, ὡς δρόσος ὁ Κύριος, καὶ σαρκοφόρος ἡμῖν, ἐπεδήμησε, ψυχὰς καταδροσίζων, τῶν μακαριζόντων σε, τὴν Θεομήτορα.

Κανὼν τῆς Ὁσίας φέρων Ἀκροστιχίδα ἐν τοῖς Θεοτοκίοις καὶ τῇ θʹ ᾠδῇ τήνδε· «Κυρίλλου Ῥόδου».

Ἦχος καὶ Εἱρμὸς ὁ αὐτός.

Θεότης ἡ ἄναρχος, Πάτερ, Υἱέ, Πνεῦμα Ἅγιον, τὸν νοῦν μου καταύγασον, ὡς ἂν ὑμνήσω καλῶς, τὴν Ὁσίαν σου, τανῦν Γαβριηλίαν, τὴν ἄθλοις τῆς πίστεως, ἐν γῇ ἐμπρέψασαν.

Χορεύει ἑόρτια, πιστῶν τὸ ἄθροισμα σήμερον· ἰδοὺ γὰρ ἐξέλαμψε, τῇ Ἐκκλησίᾳ φαιδρά, ἡ πανήγυρις, ἡ σὴ Γαβριηλία, τῷ φέγγει τῆς χάριτος, πάντας πυρσεύουσα.

Α᾿ρίστην προαίρεσιν, ἀπὸ παιδὸς σχοῦσα πάνσεμνε, ἐπέβης τοῖς ἴχνεσιν, ἀνενδοιάστῳ ψυχῇ, τοῦ Δεσπότου σου, Χριστοῦ Γαβριηλία, καὶ τοῦτον ἐδόξασας, βίου σεμνότητι.

 Τῷ νόμῳ τῆς χάριτος, καθυποτάξασα ἔνδοξε, προθύμως τὸ φρόνημα, προσῳκειώθης Χριστῷ, τῇ ἐνθέῳ σου, ζωῇ Γαβριηλία, καὶ ὤφθης τῆς πίστεως, δένδρον πολύκαρπον.

Η῾ Λέρος ἀγάλλεται, τὴν τῶν ὀστέων σου λάρνακα, ἐν κόλποις κατέχουσα, Γαβριηλία σεμνή, ἐξ ἧς πάρεχε, τὴν σὴν πλουσίαν χάριν, ὡς δῶρον οὐράνιον, τοῖς προσπελάζουσιν.

Θεοτοκίον.

Κυρία τῆς κτίσεως, ἐδείχθης Ἄχραντε Δέσποινα, τῆς δόξης τὸν Κύριον, ἀποτεκοῦσα φρικτῶς· ἀλλὰ κύριον, παθῶν ἀπέργασαί με, τῇ θείᾳ προνοίᾳ σου, ἵνα γεραίρω σε.

Τῆς Θεοτόκου. Ὠιδὴ γ’. Ὁ Εἱρμός.

Τοὺς σοὺς ὑμνολόγους Θεοτόκε, ὡς ζῶσα καὶ ἄφθονος πηγή, θίασον συγκροτήσαντας, πνευματικὸν στερέωσον, καὶ ἐν τῇ θείᾳ δόξῃ σου, στεφάνων δόξης ἀξίωσον.

Τροπάρια.

Ο῾ νοῦς ἐσκοτίσθη ἡμῶν Μῆτερ, ἐννοίαις καὶ πράξεσι κακαῖς· ὅθεν σε ἱκετεύομεν, σὺ ἐν αὐτῷ ἀνάτειλον, τῆς μητρικῆς σου χάριτος, Θεοκυῆτορ τὴν ἔλλαμψιν.

Ναὸς γενομένη τοῦ Κυρίου, ὡς τοῦτον χωρήσασα φρικτῶς, Δέσποινα ἐν κοιλίᾳ σου, αὐτὸν θερμῶς ἱκέτευε, ἡμᾶς φθαρέντας πάθεσι, τοῦ καινουργῆσαι ὡς εὔσπλαγχνος.

Υ῾μνεῖ πᾶσα κτίσις καὶ δοξάζει, ἀπαύστως τὸν τόκον σου πιστῶς· Λόγον γὰρ ἐσωμάτωσας, τὸν τοῦ Πατρὸς  καὶ ἔσωσας, ἀδαμιαῖον φύραμα, τῆς καταδίκης τῆς πρόπαλαι.

Μονῆς οὐρανίου κληρονόμους, Παρθένε ἀνάδειξον ἡμᾶς, πόθῳ σου ἀναμέλποντας· Χαῖρε Ἁγνὴ Μητράνανδρε, τῆς Ἐκκλησίας στήριγμα, καὶ Ὀρθοδόξων τὸ καύχημα.

Τῆς Ὁσίας. Ὁ αὐτός.

Βλαστὸν εὐθαλῆ σε Κωνσταντίνου, ἡ Πόλις ἐβλάστησε καρπούς, πίστεως ἐκβλαστήσαντα, καρπὸν πολὺν ἐσύστερον, Γαβριηλία ἔνδοξε, τῇ γεωργίᾳ τῆς χάριτος.

Χριστοῦ ὡς τρωθεῖσα τῇ ἀγάπῃ, ἐπέβης τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ, ἅπασαν τὴν προσπάθειαν, τὴν κοσμικὴν μισήσασα, Γαβριηλία· ὅθεν σε, αὐτὸς τῆς δόξης ἠξίωσεν.

Θεοῦ ἐν τῷ φόβῳ καθαρθεῖσα, αἰσθήσεις τοῦ σώματος τοῦ σοῦ, δείξασα δὲ μετάρσιον, τὸν νοῦν εὐχαῖς σὺν δάκρυσι, Γαβριηλία ἔφθασας, τῶν Ἀσωμάτων τὰ τάγματα.

Φωνὴ τοῦ Κυρίου ἐν δυνάμει, τοὺς πόδας κατήρτισε τοὺς σούς, Ἄγγελον τῆς εἰρήνης σε, ὡς ἀληθῶς γνωρίζουσα, Γαβριηλία ἔνδοξε, τῆς οἰκουμένης τοῖς πέρασιν.

Τρανῶς ἐν Κυρίῳ τῶν Λερίων, ἡ νῆσος ἀγάλλεται σεμνή· ἐν ταύτῃ γὰρ κατέλυσας, δι᾿ ἀρετῆς τὸν βίον σου, ὃν καὶ Ἀγγέλων τάγματα, σὺν τοῖς ἀνθρώποις ἐθαύμασαν.

Θεοτοκίον.

Υ῾μνεῖ εὐλαβῶς σε πνοὴ πᾶσα· ἐκ σοῦ γὰρ ἐπέφανεν ἡμῖν, Κύριος ὁ φιλάνθρωπος, πρὸς βιοτὴν οὐράνιον, ἀναβιβάζων Ἄχραντε, τοὺς εὐσεβῶς σε δοξάζοντας.

Κάθισμα. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Παθῶν κατεκράτησας, δι᾿ ἐγκρατείας πολλῆς· εὐχαῖς ταῖς ἀγρύπνοις σου, προσῳκειώθης Χριστῷ, τῷ θείῳ Νυμφίῳ σου· ἔφανας διδαχαῖς σου, σωτηρίας τὴν χάριν· στέφανον ὑπεδέξω, ἀφθαρσίας ὑψόθεν· διὸ Γαβριηλία σεμνή, πρέσβευε σωθῆναι ἡμᾶς.

Δόξα. Ὅμοιον.

Τῆς γῆς ἀλογήσασα, τῶν φθειρομένων, τερπνῶν, ζυγὸν τὸν χρηστότατον, τοῦ ζωοδότου Χριστοῦ, ἐπ᾿ ὤμων ἐβάστασας· τούτῳ δὲ συνεκράθης, τῆς κατ᾿ ἄμφω ἀγάπης, Μῆτερ Γαβριηλία, διαπρέψασα ἔργοις· διὸ ἐν παῤῥησίᾳ αὐτῷ, πρέσβευε σωθῆναι ἡμᾶς.

Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.

Θεὸν τὸν ἐκ σπλάγχνων σου, σωματωθέντα φρικτῶς, καὶ πύλην ἀνοίξαντα, τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἀνθρώποις Μητράνανδρε, πρέσβευε δυσωποῦμεν, μητρικῇ παῤῥησίᾳ, σῶσαι τῆς καταδίκης, τοὺς πιστῶς μελῳδοῦντας· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.

Τῆς Θεοτόκου. Ὠιδὴ δ’. Ὁ Εἱρμός.

Ο῾ καθήμενος ἐν δόξῃ, ἐπὶ θρόνου Θεότητος, ἐν νεφέλῃ κούφῃ, ἦλθεν Ἰησοῦς ὁ ὑπέρθεος, τῇ ἀκηράτῳ παλάμῃ καὶ διέσωσε, τοὺς κραυγάζοντας· Δόξα Χριστὲ τῇ δυνάμει σου.

Τροπάρια.

Φωτισμὸν ἡμῖν παράσχου, ἡ τὸ θεῖον φῶς τέξασα, καὶ τῆς ἁμαρτίας, σκότος τὸ δεινὸν διαλύσασα, ἵνα βοῶμεν πιστῶς σοι Μητροπάρθενε· Χαῖρε Δέσποινα, τῆς οἰκουμένης εὐπρέπεια.

Ε᾿σωμάτωσας ἀσπόρως, τὸν τὸ πάλαι λαλήσαντα, ἐν Προφήταις θείοις, Πνεύματι Θεοῦ Ἀειπάρθενε, πρὸς τὴν ἀρχαίαν ζωήν, ἐπαναφέροντα, τοὺς τιμῶντάς σε, ὡς Θεοτόκον ἀπείρανδρον.

Υ῾ψηλὴ ὤφθης καθέδρα, τῆς ἀνάρχου Θεότητος, τοῦ Πατρὸς τὸν Λόγον, θείαις σου χερσὶν ὡς βαστάσασα, ὃν ἐκδυσώπει δοθῆναι χάριν ἄφθονον, Ἀπειρόγαμε, σῇ μητρικῇ ἀγαθότητι.

Τῇ ἁγίᾳ σου πρεσβείᾳ, προσιόντες λαμβάνομεν, τῶν κινδύνων λύσιν, καὶ τῶν δυσχερῶν περιστάσεων· τῇ χάριτί σου γὰρ θᾶττον ἐπιφθάνουσα, τὰ ἐπώδυνα, διασκεδάζεις Πανάχραντε.

Τῆς Ὁσίας. Ὁ αὐτός.

Τὸ στερέωμα φαιδρύνεις, Ἐκκλησίας ὡς ἥλιος· οἰκτιρμῶν γὰρ σπλάγχνοις, τοῖς ἐν χαλεπαῖς περιστάσεσι, Γαβριηλία καὶ νόσοις ἐπαρκέσασα, δόξαν ἔλαβες, ἐν τοῖς οὐρανοῖς ἀτελεύτητον.

Τίς ἀξίως σου ὑμνήσει, πολιτείας τὰς χάριτας; ἐκ παιδὸς γὰρ θείαν, σχοῦσα ἀληθῶς τὴν προαίρεσιν, Γαβριηλία ἐν βίῳ διετήρησας, τὴν εὐσέβειαν, ὡς θησαυρὸν ἐν καρδίᾳ σου.

Ε᾿ν τῷ βίῳ σου πενίαν, φιλοθέως πλουτήσασα, ἐν ταμείοις Μῆτερ, τοῖς τῶν οὐρανῶν ἐναπέθηκας, Γαβριηλία θεόφρον πλοῦτον ἄφθαρτον, πολιτείας σου, τὰ θαυμαστὰ κατορθώματα.

Τῆς ἀσκήσεως φρονίμως, τὴν λαμπάδα φαιδρύνασα, τῷ ἐλαίῳ Μῆτερ, τῆς σῆς ἀληθοῦς ἀντιλήψεως, πρὸς τοὺς νοσοῦντας νυμφῶνα τὸν οὐράνιον, εἰς κατοίκησιν, εὗρες τερπνὴν παμμακάριστε.

Μακαρίζει σε ἡ Λέρος, ἐκτελοῦσα τὴν μνήμην σου· ἐξ αὐτῆς γὰρ ἔβης, πρὸς τῶν οὐρανῶν τὰ ὑψώματα, Γαβριηλία θεόφρον ἔνθα χαίρουσα, καθικέτευε, ὑπὲρ ἡμῶν τὸν Φιλάνθρωπον.

Θεοτοκίον.

Ρ῾ῦσαι Ἄχραντε Παρθένε, μητρικῆς σου χρηστότητος, τοῖς ἀμέτροις σπλάγχνοις, ἐκ τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν θλίψεων, ἐκ τῶν κινδύνων καὶ νόσων τοὺς δοξάζοντας, τὸ μυστήριον, τὸ θαυμαστὸν τῆς λοχείας σου.

Τῆς Θεοτόκου. Ὠιδὴ ε’. Ὁ Εἱρμός.

Ε᾽ξέστη τὰ σύμπαντα, ἐπὶ τῇ θείᾳ δόξῃ σου· σὺ γὰρ Ἀπειρόγαμε Παρθένε, ἔσχες ἐν μήτρᾳ, τὸν ἐπὶ πάντων Θεόν, καὶ τέτοκας ἄχρονον Υἱόν, πᾶσι τοῖς ὑμνοῦσί σε, σωτηρίαν βραβεύοντα.

Τροπάρια.

Ε᾿λαίῳ Πανάχραντε, τῶν οἰκτιρμῶν σου ἴασαι, τὴν κεκακωμένην μου καρδίαν, ταῖς ἁμαρτίαις, καὶ ταύτην χάριτι σῇ, ἱλάρυνον δέομαι πιστῶς, ἵνα μακαρίζω σε, ὡς Παρθένον ἀμόλυντον.

Δυνάμει Θεόνυμφε, τῆς μητρικῆς πρεσβείας σου, ἰσχὺς καὶ ὀχύρωμα καὶ τεῖχος, καὶ προστασία, γενοῦ ἡμῖν συμπαθῶς, τοῖς ἀναβοῶσί σοι πιστῶς· Χαῖρε Παμμακάριστε, Ὀρθοδόξων τὸ καύχημα.

Ο῾ νοῦς μου ἠσθένησε, πλήθει πολλῶν πταισμάτων μου, Μῆτερ τοῦ Χριστοῦ Εὐλογημένη, καὶ ὁ ἐχθρός με, ἐπιγελᾷ ἀναιδῶς· πρόφθασον καὶ σῶσόν με Ἁγνή, καὶ τῆς πρὸς τὰ χείρονα, συνηθείας με λύτρωσαι.

Ξενίας ἀξίωσον, τῶν οὐρανῶν τοὺς δούλους σου, Ἄχραντε θερμαῖς σου ἱκεσίαις, πρὸς τὸν Δεσπότην, καὶ Ποιητὴν τοῦ παντός· ἔχεις γὰρ τὸ δύνασθαι Ἁγνὴ, ὡς αὐτὸν γεννήσασα, Θεὸν ἅμα καὶ ἄνθρωπον.

Τῆς Ὁσίας. Ὁ αὐτός.

Α᾽ρίστην ἐπέδειξας, τὴν πολιτείαν πάνσεμνε· σὺ γὰρ ἠκολούθησας συντόνως Γαβριηλία, τοῦ ζωοδότου Χριστοῦ, τοῖς ἴχνεσι κόσμου τῶν φθαρτῶν, ὡς ὑπερφρονήσασα, ἀνενδότῳ φρονήματι.

Τὸν ζῆλον τῆς πίστεως, ἐν τῇ καρδίᾳ ἔχουσα, ὡς πῦρ ἀκατάσβεστον ἐν βίῳ, Γαβριηλία, τὴν τῆς ἀγάπης σαφῶς, ἐπλήρωσας θείαν ἐντολήν, ἔργοις διαπρέψασα, εὐποιΐας ἀοίδιμε.

Νοσούντων διάκονος, σὺ γενομένη ἔνδοξε, πιστῶς οὐκ ἀπέκαμες καὶ χώρας, διαδραμοῦσα, Γαβριηλία πολλάς, ἐν πράξεσι καὶ ἐν διδαχαῖς, πλείστοις τὸ σωτήριον, τοῦ Κυρίου ὑπέδειξας.

Τὴν χεῖρα προτείνουσα, τοῖς δυστυχοῦσιν ἅπασιν, παντὶ ἐν τῷ βίῳ σου Ὁσία, Γαβριηλία, τὴν τοῦ εὐσπλάγχνου Θεοῦ, ἐσύλησας χάριν· ἀλλ᾿ αὐτόν, ἵλεων ἀπέργασαι, τοῖς ἐν ὕμνοις τιμῶσί σε.

Ε᾿κ Λέρου ἐποίησας, Γαβριηλία ἔνδοξε, τὴν σὴν πρὸς Παράδεισον πορείαν, θησαυρὸν μέγαν, καταλιποῦσα ἡμῖν, λειψάνων σου θήκην τὴν σεπτήν, πᾶσι τῶν ἰάσεων, ἐξ αὐτῆς ῥείθρα βλύζουσαν.

Θεοτοκίον.

Ι᾿σχύν μοι καὶ δύναμιν, τῇ σῇ προνοίᾳ δώρησαι, πατεῖν τοῦ βελίαρ με τὰς πάγας, καὶ τὴν εὐθεῖαν, τῆς μετανοίας ὁδόν, πορεύεσθαι Δέσποινα Ἁγνή, ἵνα τὴν λοχείαν σου, μεγαλύνω σωζόμενος. 

Τῆς Θεοτόκου. Ὠιδὴ στ’. Ὁ Εἱρμός.

Τὴν θείαν ταύτην καὶ πάντιμον, τελοῦντες ἑορτὴν οἱ θεόφρονες, τῆς Θεομήτορος, δεῦτε τὰς χεῖρας κροτήσωμεν, τὸν ἐξ αὐτῆς τεχθέντα, Θεὸν δοξάζοντες.

Τροπάρια.

Ο᾿δύνης Μῆτερ ἀπάλλαξον,  παθῶν τῶν σαρκικῶν τοὺς οἰκέτας σου, ἀναβοῶντάς σοι· Χαῖρε Παρθένε Πανάμωμε, τὴν σωτηρίαν κόσμῳ, ἡ ἀνατείλασα.

Λυττῶντα Κόρη τὸν δράκοντα, κατὰ τῶν οἰκετῶν σου ἀπώθησον, καὶ τούτου σύντριψον, τὴν ἀνθρωπόλεθρον ἔπαρσιν, ῥομφαίᾳ ὀξυτάτῃ, τῆς προστασίας σου.

Ο῾ Λόγος Μῆτερ Πανάχραντε, ὁ σύνθρονος Πατρί τε καὶ Πνεύματι, τεχθεὶς ἐκ μήτρας σου, ὡς Λυτρωτὴς τὸ ἀνθρώπινον, ἐκ τῆς ἀρχαίας πλάνης, ἀνεκαλέσατο.

Γενοῦ μοι Μῆτερ παράκλησις, ἐν βίου ταῖς ἀνάγκαις καὶ θλίψεσιν, ἵνα δοξάζω σε, τὴν δι᾿ ἀνείκαστον ἔλεος, τὸν Κύριον τεκοῦσαν, τῆς ἀνθρωπότητος.

Τῆς Ὁσίας. Ὁ αὐτός.

Τὴν θείαν ταύτην τελοῦντές σου, ἐκ πόθου ἑορτὴν ἐκβοῶμέν σοι· Χαῖρε τῆς χάριτος, Γαβριηλία πανεύφημε, τῶν μυστικῶν ναμάτων, πηγὴ ἀκένωτος.

Ε᾿νθέων λόγων καὶ ἔργων σου, τῷ ἄρτῳ τῷ γλυκεῖ τοὺς συνόντας σοι, ὡς διαθρέψασα, Γαβριηλία τῆς βρώσεως, τῆς μυστικῆς ἐγεύσω, Θεοῦ τῆς χάριτος.

Τυχοῦσα νόμοις τοῦ Πνεύματος, ὡράθης ἀρετῶν ἐργαστήριον, ἀπὸ νεότητος, Γαβριηλία ἀοίδιμε, ἀνθ᾿ ὧν χαρὰν ἐκτήσω, τὴν αἰωνίζουσαν.

Ο῾σίων τρόπων ἐκφάνσεσιν, ὀλβία ἀληθῶς ἐχρημάτισας, καὶ ἐβεβαίωσας, ἔργῳ Κυρίου τὰ λόγια, Γαβριηλία Μῆτερ, τῇ πολιτείᾳ σου.

Η῾ Λέρος χαίρει ἑόρτια, τελοῦσα ἑορτὴν τὴν φωσφόρον σου, καὶ χαίροις κράζει σοι, Γαβριηλία θεόληπτε, τῆς εὐσεβοῦς λατρείας, λαμπὰς ἀείφωτος.

Θεοτοκίον.

Λαμπὰς Παρθένε ὑπάρχουσα, φωτὸς τοῦ ἀνεσπέρου τῆς γνώσεως, τῇ φωταυγείᾳ σου, ἐσκοτισμένην τοῖς πάθεσι, τὴν ταπεινὴν ψυχήν μου, Ἁγνὴ καταύγασον.

Κοντάκιον. Ἦχος γʹ. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Τὴν τοῦ κόσμου μέριμναν, παρωσαμένη ἡδέως, τῷ Χριστῷ ἐδούλευσας, ταῖς ἀρεταῖς σου σπουδαίως· ἔφανας, θεογνωσίας τὸ φῶς ἀνθρώποις· ἄγγελος, εἰρήνης ὤφθης ταῖς διδαχαῖς σου· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, Γαβριηλία, Μῆτερ πανεύφημε.

Ὁ Οἶκος.

Τοῦ σαρκωθέντος Λόγου τοῦ Πατρός, Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, τὴν φωνήν, ἀκούσασα λέγουσαν, Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν, καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι, σὺ ἔργον τὸν λόγον, φιλοσόφως ἐποίησας ἔνδοξε· τῶν ἐν γῇ γὰρ τερπνῶν, ἁπάντων καταφρονήσασα, τῇ ἐγκρατείᾳ ἐπολιτεύσω, προσευχαῖς ταῖς ἀγρύπνοις σχολάζουσα, καὶ ὑπὲρ τῶν ἐλαχίστων ποιοῦσα τὴν μέριμναν, τόπους διερχομένη, καὶ χώρας διαμείβουσα, καὶ μεγαλόψυχος ἐν οἰκτιρμοῖς χρηματίζουσα· διεγνώσθης δὲ τοῖς πᾶσι, γινομένη τὰ πάντα συμπαθῶς, καὶ ἔλαμψας τὸ φῶς σου, τῶν ἀνθρώπων ἔμπροσθεν, εἰς δόξαν τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, τοῦ δοξάσαντός σε, τῇ δόξῃ τοῦ προσώπου αὐτοῦ, καὶ ταῖς πρεσβείαις σου τὴν χάριν, τοῖς τιμῶσί σε παρέχοντος, Γαβριηλία, Μῆτερ πανεύφημε.

Μηνολόγιον ἐκ τοῦ Μηναίου.

Τῇ ΙΗ’ τοῦ αὐτοῦ μηνός (Ἰουλίου), ἀνακομιδή τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τῆς Ὁσίας καὶ θεοφόρου Μητρὸς ἡμῶν Γαβριηλίας τῆς Κωνσταντινουπολιτίσσης, τῆς ἐν Λέρῳ.

Στίχοι.

Τῇ ἀσκήσει ἔλαμψας καὶ εὐποιΐᾳ.

Ὡς φωστὴρ τοῖς πέρασι Γαβριηλία.

Δεκάτῃ Ὀγδοάτῃ Γαβριηλίαν θέμις ὑμνεῖσθαι.

Συναξάριον.

Αὕτη ἡ θαυμαστὴ Ὁσία Γαβριηλία (κατὰ κόσμον Αὐρηλία Παπαγιάννη) πατρίδα ἔσχε τὴν Βασιλεύουσαν Κωνσταντινούπολιν, γεννηθεῖσα τῇ βʹ Ὀκτωβρίου τοῦ χιλιοστοῦ ὀκτακοσιοστοῦ ἐνενηκοστοῦ καὶ ἑβδόμου σωτηρίου ἔτους (1897). Ἀπὸ παιδὸς τὴν πρὸς τὰ κρείττονα ἔφεσιν ἔχουσα καὶ τὰς ἀκαδημαϊκὰς αὐτῆς σπουδάς περαιώσασα, στοιχοῦσα τῇ ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις φωνῇ καὶ τῶν ἐπιγείων τερπνῶν καταφρονήσασα, ἔδωκεν ὅλην ἑαυτὴν τῇ πρὸς τὸν πλησίον διακονίᾳ. Διαμείψασα δὲ τόπους καὶ πόλεις καὶ χώρας, ἐν Εὐρώπῃ καὶ Ἀσίᾳ καὶ Ἀφρικῇ, διῆγε τὸν βίον ἐν τελείᾳ πτωχείᾳ καὶ ἀμεριμνησίᾳ φροντίζουσα τῶν ἀσθενῶν καὶ ἐπαρκοῦσα τῶν ἐν ταῖς ποικίλαις ἀνάγκαις τοῦ βίου εὑρισκομένων. Λαβοῦσα τὸ ἀγγελικὸν σχῆμα ὑπὸ τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀμφιλοχίου τοῦ ἐν Πάτμῳ καὶ ὡς Μοναχὴ οὐκ ἐπαύσατο τοῦ μεριμνᾶν καὶ φροντίζειν ὑπὲρ τῆς τοῦ πλησίον ὠφελείας. Ἀσκητικῶς δὲ βιώσασα ἐν Βηθανίᾳ καὶ Αἰγίνῃ καὶ ἐν μέσῳ τῆς ἐν Ἀθήναις κοσμικῆς συγχύσεως ἐξελέξατο ὡς ἔσχατον τόπον τῆς ἐπιγείου αὐτῆς ἀναστροφῆς τὴν ἐν Δωδεκανήσῳ Λέρον, ἔνθα, ἐπὶ διετίαν ἐν ἡσυχίᾳ καὶ προσευχῇ ζήσασα, ἐξεδήμησεν εἰρηνικῶς πρὸς Κύριον τῇ κηʹ Μαρτίου τοῦ χιλιοστοῦ ἐνεακοσιοστοῦ, ἐνενηκοστοῦ καὶ πρώτου σωτηρίου ἔτους (1991), ταφεῖσα ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου “Τοῦ Κάστρου”. 

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ἁγίου μάρτυρος Αἰμιλιανοῦ.

Στίχοι.
Αἰμιλιανὸς εἰς πυρὰν βεβλημένος,
Χριστῷ παραστάς, τέρπεται σὺν Ἀγγέλοις.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Παύλου, Θεῆς καὶ Οὐαλεντίνης.

Στίχοι.

Αἰγυπτιάζεις, Παῦλε, γλώττῃ τοῦ γένους,

Οὐ μήν γε πίστει· τοιγαροῦν κτείνῃ ξίφει.

Οὐαλεντῖναν καὶ Θεὴν ἠρτημένας,

Ἐχθροὶ Θεοῦ ξαίνουσιν ὡς ἐχθρὰς πλάνης.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ὑακίνθου, τοῦ ἐν Ἀμάστριδι.

Στίχοι.

Ὡς ὀσφράδιον ὑακίνθιον, Λόγε,

Δέξαι τὸν Ὑάκινθον αὐτοῖς καλάμοις.

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μάρκελλος ἐν κραββάτῳ πυρακτωθέντι ἁπλωθεὶς τελειοῦται.

Στίχοι.

Ἀνακλιθεὶς Μάρκελλος εἰς πυρὸς κλίνην,

Ὕπνωσεν ὕπνον τὸν μακάριον πάνυ.

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Δάσιος καὶ Μάρων ξίφει τελειοῦνται.

Στίχοι.

Ἡ τῆς κεφαλῆς ἐκτομὴ τοῦ Δασίου,

Τέλους ὁμοίου σοι, Μάρων, δᾳδουχία.

Ὁ Ὅσιος Παμβὼ ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Στίχοι.

Ἑαυτὸν ἐσταύρωσε Παμβὼ τῷ βίῳ,

Καὶ σοὶ παρέστη, Σῶτερ ἐσταυρωμένε.

Μνήμη τῶν ἐν Ἁγίοις Πατέρων ἡμῶν Στεφάνου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ ἐξ Ἀμασείας μετατεθέντος, καὶ Ἰωάννου Μητροπολίτου Χαλκηδόνος, τοῦ Ὁμολογητοῦ.

Στίχοι.

Λυθέντες ἐκ γῆς Ἐπίσκοποι οἱ δύο,

Πάρεισιν ἤδη τῷ Νόων Ἐπισκόπῳ.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ τὰ ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν τοῖς Καλλιστράτου.

Στίχοι.

Ναὸς Θεοῦ πέλουσα, Ἁγνὴ Παρθένε,

Ναὸν σὸν ἡγίασας τῇ χάριτί σου.

Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Τῆς Θεοτόκου. Ὠιδὴ ζ’. Ὁ Εἱρμός.

Οὐκ ἐλάτρευσαν, τῇ κτίσει οἱ θεόφρονες, παρὰ τὸν Κτίσαντα, ἀλλὰ πυρὸς ἀπειλήν, ἀνδρείως πατήσαντες, χαίροντες ἔψαλλον· Ὑπερύμνητε, ὁ τῶν Πατέρων Κύριος, καὶ Θεὸς εὐλογητὸς εἶ.

Τροπάρια.

Ο῞ρμῳ ἴθυνον, ζωῆς με τὸν ταλαίπωρον, κλυδωνιζόμενον, ἐπιφοραῖς πειρασμῶν, καὶ θείαν μοι δώρησαι, Μῆτερ κατάπαυσιν, ἱκετεύουσα, ὑπὲρ ἐμοῦ τὸν Κύριον, τὸν ἐκ σοῦ σωματωθέντα.

Υ῞ψος Δέσποινα, τοῦ παναγίου τόκου σου, δι᾿ οὗ ἐσώθημεν, τὶς ἐξειπεῖν ἱκανός; Θεὸν γὰρ τὸν ἄχρονον, ἐν χρόνῳ ἔτεκες, καὶ ἀνέστησας, τὸ γένος τὸ ἀνθρώπινον, ἐκ βαράθρων ἀνομίας.

Μακαρίζομεν, ὥσπερ προέφης Δέσποινα, σὲ τὴν Πανάχραντον, καὶ ἐκβοῶμεν πιστῶς· Θεοῦ ἡ ἀπείρανδρος, χαῖρε γεννήτρια· χαῖρε Πάναγνε, δι᾿ ἧς ἡμῖν ἐξέλαμψεν, ἡ αὐγὴ τοῦ σωτηρίου.

Ε᾿πικάμφθητι, ὡς Μήτηρ πολυεύσπλαγχνος, Θεογεννήτρια, ταῖς ἱκεσίαις ἡμῶν, καὶ σῶσον ἐκ θλίψεων, καὶ περιστάσεων, τοὺς ἐλπίζοντας, βεβαίως τῆς ἁγίας σου, ἀντιλήψεως ἰσχύϊ.

Τῆς Ὁσίας. Ὁ αὐτός.

Οὐκ ἐπόθησας, μηδόλως ἐπεζήτησας, τῆς γῆς τὰ πρόσκαιρα, ἀλλὰ Χριστοῦ ἀκριβῶς, τοῖς ἴχνεσι βαίνουσα, τὴν ἐπουράνιον, πόλιν ἔφθασας, ἔνθα Ἀγγέλων τάγματα, θαυμαστὴ Γαβριηλία.

Τῷ θελήματι, τῷ θείῳ διηκόνησας, ἀπὸ νεότητος, καὶ σεαυτὴν ἀληθῶς, ἐν λόγοις καὶ πράξεσι, τύπον παρέστησας, βίου κρείττονος, Γαβριηλία πάνσεμνε, γυναικῶν ἡ εὐκοσμία.

Ε᾽λεήμονα, καρδίαν ὡς πλουτήσασα, Θεοῦ τῇ χάριτι, ἐν τῷ ἐλέει αὐτοῦ, νοσοῦντας καὶ πένητας, σὺ κατοικτείρησας, καὶ ἐπήρκεσας, Γαβριηλία πάνσεμνε, συμπαθῶς αὐτῶν ταῖς χρείαις.

Ταπεινώσεως, τοῖς ὅπλοις στρατηγήσασα, κατὰ τοῦ δράκοντος, τῆς νοητῆς στρατιᾶς, τῆς νίκης τὸ τρόπαιον, μέγιστον ἔστησας, καὶ ἀπέλαβες, Γαβριηλία στέφανον, ἐκ Θεοῦ δικαιοσύνης.

Σαββατίσασα, ἐν Λέρῳ καὶ ὑπνώσασα, ἐγένου ἔξυπνος, ἐν ταῖς αὐλαῖς τῆς ζωῆς, καὶ εὗρες κατάπαυσιν, τὴν αἰωνίζουσαν· ὅθεν πρέσβευε, ὑπὲρ τῶν ὑμνολόγων σου, τῷ Θεῷ Γαβριηλία.

Θεοτοκίον.

Λύμης Δέσποινα, ἁμαρτιῶν με κάθαρον, τῇ εὐσπλαγχνίᾳ σου, καὶ καθαρόν με Χριστῷ, τὸν ἄθλιον ἄνθρωπον, ὅλον προσάγαγε, ἵνα κράζω σοι· Χαῖρε Παρθένε Ἄχραντε, τῶν βροτῶν ἡ σωτηρία.

Τῆς Θεοτόκου. Ὠιδὴ η’. Ὁ Εἱρμός.

Παῖδας εὐαγεῖς ἐν τῇ καμίνῳ, ὁ τόκος τῆς Θεοτόκου διεσώσατο, τότε μὲν τυπούμενος, νῦν δὲ ἐνεργούμενος, τὴν οἰκουμένην ἅπασαν, ἀγείρει ψάλλουσαν· Τὸν Κύριον ὑμνεῖτε τὰ ἔργα, καὶ ὑπερυψοῦτε, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

Τροπάρια.

Νόμῳ γεηρῷ τῆς ἁμαρτίας, Παρθένε γνώμῃ κακίστῃ συσχεθέντα με, λύτρωσαι ὡς τάχιστα, τῇ φιλευσπλαγχνίᾳ σου, καὶ τοῦ Θεοῦ συνέτισον, τοῖς δικαιώμασι, τὸν ἄθλιον οἰκέτην σου Μῆτερ, ἵνα σε δοξάζω, τὴν Κεχαριτωμένην.

Κόσμῳ τῷ φθαρτῷ ὑπεδουλώθην, καὶ γέγονα ἐπιλήσμων οἵας χάριτος, ἔτυχον ὁ ἄθλιος, διὰ τοῦ βαπτίσματος· ἀλλὰ Θεοχαρίτωτε, σὺ με ὑπόταξον, τῷ νόμῳ τοῦ ἐκ σοῦ σαρκωθέντος, ἀντιλήψεώς σου, θεουργικῇ δυνάμει.

Υ῞μνοις Μαριὰμ Θεοκυῆτορ, οἱ δοῦλοί σου εὐσεβῶς σε μακαρίζομεν· σὺ γὰρ ὑπὲρ ἔννοιαν, τὸν Θεὸν ἐκύησας, καὶ προστασία ἄμαχος, ἡμῖν δεδώρησαι, κινδύνων πολυτρόπων ἐφόδους, τῇ ἐπισκοπῇ σου, ἀεὶ ἀποσοβοῦσα.

Ρ῾ώμην καὶ ἰσχὺν πνευματικήν μοι, παράσχου Παρθενομῆτορ τῇ δυνάμει σου, ὡς ἂν τὴν ψυχόλεθρον, ἀποκρούσω δύναμιν, ἐχθροῦ τοῦ παναλάστορος, καὶ τῷ Κυρίῳ μου, πιστῶς εὐαρεστήσω Μαρία, τῷ ἐκ σοῦ τεχθέντι, εἰς κόσμου σωτηρίαν.

Τῆς Ὁσίας. Ὁ αὐτός.

Λόγου τοῦ Θεοῦ Γαβριηλία, μελέτῃ τῇ γλυκυτάτῃ ὡς ἐγκύψασα, ζήλῳ ἐκ νεότητος, κόσμου κατεγέλασας, καὶ ὡς στρουθίον ἔδειξας, καταπαιζόμενον, τὸν βύθιον δυνάστην οὗ ῥῦσαι, ἐκ τῆς κακουργίας, καὶ πλάνης ἡμᾶς πάντας.

Δρόμους τοὺς πολλοὺς ὡς διελθοῦσα, τῷ πλούτῳ τῆς πρὸς τὸν πέλας ἀγαπήσεως, καὶ εὐεργεσίαις σου, τῷ Εὐεργετήσαντι, ἀνθρώπων γένος ἔνδοξε, ἀκολουθήσασα, ἐπέτυχες τοῦ θείου νυμφῶνος, ὦ Γαβριηλία· διό σε εὐφημοῦμεν.

Κόπους καὶ πολλὰς κακοπαθείας, ἀνδρείως Γαβριηλία ὑπομείνασα, ὑπὲρ τοῦ πλησίον σου, ἔχεις τὴν ἀπόλαυσιν, ἐν τοῖς ὑψίστοις ἄπαυστον, Ἀγγέλων τάγμασιν, Ἁγίων τε χορείαις συζῶσα, μεθ᾿ ὧν καὶ ἐξαίτει, τῷ κόσμῳ τὴν εἰρήνην.

Χαῖρε τῶν πτωχῶν ἡ οἰκονόμος, ἀπόρων Γαβριηλία ἡ ἀντίληψις· χαῖρε τῶν ἐν θλίψεσιν, ἡ τερπνὴ παράκλησις· χαῖρε νοσούντων μέριμνα, ἡ ἀκατάπαυστος· τὸν Κύριον ἀεὶ οὖν δυσώπει, ἡμῖν δωρηθῆναι, τὴν λύσιν τῶν πταισμάτων.

Χαίρει γηθοσύνως καὶ κομπάζει, ἡ Λέρος Γαβριηλία παμμακάριστε, κρήνην ἁγιάσματος, ἔχουσα τὸν τάφον σου, καὶ τὰ σεπτά σου λείψανα, ὡς σκεῦος χάριτος, τὸν Κύριον ὑμνεῖτε βοῶσα, καὶ ὑπερυψοῦτε, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

Θεοτοκίον.

Ο῎μβροις μητρικῆς σου εὐσπλαγχνίας, Παρθένε Θεοκυῆτορ ἱκετεύω σε, σβέσον τῆς κακίας μου, τάχιον τοὺς ἄνθρακας, ἀναψυχὴν καὶ ἄνεσιν, τῷ παναθλίῳ σου, βραβεύουσα οἰκέτῃ Παρθένε, ᾄδοντί σοι ὕμνον, καρδίας ἐκ βαθέων.

Τῆς Θεοτόκου. Ὠιδὴ θ’. Ὁ Εἱρμός.

Α῞πας γηγενής, σκιρτάτω τῷ Πνεύματι, λαμπαδουχούμενος· πανηγυριζέτω δέ, ἀΰλων νόων, φύσις γεραίρουσα, τὴν ἱερὰν πανήγυριν, τῆς Θεομήτορος, καὶ βοάτω· Χαίροις παμμακάριστε, Θεοτόκε Ἁγνὴ Ἀειπάρθενε.

Τροπάρια.

Ι῞να σε ἀεί, πιστῶς μεγαλύνωμεν, Παρθένε Ἄχραντε, ἄμβλυνον τὰ βέλεμνα, τοῦ ἀρχεκάκου, κατὰ τῶν δούλων σου, ἀπαύστως ἐκπεμπόμενα, καὶ σῶσον Δέσποινα, τῶν παγίδων, τούτου ἡμᾶς ἅπαντας, ὅτι σὲ προστασίαν κεκτήμεθα.

Λάμψον φωτισμόν, Παρθένε τὸν ἄδυτον, τῆς θείας χάριτος, σκότος διαλύουσα, τῆς ἁμαρτίας, ἐκ τῆς καρδίας μου, καὶ φωτεινὸν ἀπέργασαι, ὅλον με Δέσποινα, ὡς ἀφράστως, δόξης τὸν ἀνέσπερον, τοῖς βροτοῖς ἀνατείλασα Ἥλιον.

Ο῎ρος νοητόν, τῷ Πνεύματι πέφηνας, καὶ θεοβάδιστον, ὅτι ἐπεδήμησεν, ὁ στήσας ὄρη, ἐκ σοῦ Πανάχραντε· ὃν ἐκτενῶς ἱκέτευε, ἀποκαθᾶραί με, ὡς οἰκτίρμων, ῥύπου παραπτώσεων, καὶ διδόναι μοι χάριν σωτήριον.

Υ῞ψος οὐδαμῶς, ἰσχύομεν Δέσποινα, μέλπειν τοῦ τόκου σου· ἀλλ᾿ αὐτὴ τοῖς δούλοις σου, σύγγνωθι πλούτῳ, φιλανθρωπίας σου, καὶ πρόσδεξαι τὸ μέλισμα, τόδε Πανάχραντε, σῇ προνοίᾳ, πᾶσι πρυτανεύουσα, πλουτοδότως εἰρήνην καὶ ἔλεος.

Τῆς Ὁσίας. Ὁ αὐτός.

Υ῞μνοις καὶ ᾠδαῖς, εὐφήμως τιμῶμέν σε, πανηγυρίζοντες, σήμερον τὴν μνήμην σου, Γαβριηλία, τὴν ἀξιέπαινον· σὺ δὲ ταῖς σαῖς δεήσεσι, πρὸς τὸν φιλάνθρωπον, παῥῥησίᾳ, αἴτει τὴν συγχώρησιν, τῶν πταισμάτων ἡμῖν ἀξιάγαστε.

Ρ῾εῖθρα μυστικῶς, πηγάζει τῆς χάριτος, ὁ θεῖος τάφος σου, καὶ ἡ τῶν λειψάνων σου, Γαβριηλία, θήκη ἡ πάντιμος, τοῖς εὐλαβῶς προστρέχουσι, καὶ ἀνυμνοῦσί σε, τὴν τὸν βίον, πάντα ἐκτελέσασαν, ἐν Κυρίου πιστῶς τῷ θελήματι.

Ο῞ρμον τῆς ζωῆς, αἰσίως κατέλαβες, εὐθυπλοήσασα, τὴν τοῦ βίου θάλασσαν, τῶν ἀρετῶν σου, ἐπιτηδεύμασι, Γαβριηλία· ἔνθα σε, Χριστὸς ἐδόξασεν, καὶ χαρᾶς σε, θείας κατηξίωσεν, ἣν ἐξαίτει ἡμῖν τοῖς τιμῶσί σε.

Δῶρον ἑαυτήν, Ὁσία τῷ Κτίσαντι, σὺ ἀπετέλεσας, πόνοις τῆς ἀσκήσεως, καὶ εὐποιΐας, τοῖς κατορθώμασι, καὶ παρ᾿ αὐτοῦ ἀπέλαβες, τὴν τῆς θεώσεως, κατὰ χάριν, δόξαν καὶ λαμπρότητα, ἐν Δικαίων σκηναῖς ὡς ἀντίδωρον.

Ο῞λον εὐσεβῶς, σὸν βίον ἐῤῥύθμισας, ἀπὸ νεότητος, πρὸς σκοπὸν τὸν ἅγιον, Γαβριηλία, τῆς ἄνω κλήσεως· ἀλλ᾿ ὡς τανῦν τοῦ πόθου σου, ἐπαπολαύουσα, σὺν Ἁγίων, πάντων ὁμηγύρεσι, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν Θεῷ πρέσβευε.

Θεοτοκίον.

Υ῞μνοις καὶ ᾠδαῖς,  τιμῶμεν τὸν ἄσπορον, Παρθένε τόκον σου, δι᾿ οὗ τὸ ἀνθρώπινον, ἐῤῥύσθη γένος, τῆς παραβάσεως, καὶ ἐκ ψυχῆς δεόμεθα, ἵνα πρεσβείαις σου, λυτρωθῶμεν βίου περιστάσεων, καὶ γεέννης πυρὸς Ἀειπάρθενε.

Ἐξαποστειλάριον. Τοῖς Μαθηταῖς συνέλθωμεν.

Τῆς κοσμικῆς συγχύσεως, ἐν μέσῳ μετελθοῦσα, ἀσκητικῶς τὸν βίον σου, ἐν ἀγάπης τελείας, τῆς πρὸς Θεὸν καὶ τὸν πέλας, θαυμαστῇ ἐπιδείξει, Γαβριηλία ἔνδοξε, πρὸς τὸ ὕψος ἀνέπτης, τῶν οὐρανῶν, ἔνθα τὸ πολίτευμα κεκτημένη, ὑπὲρ ἡμῶν ἱκέτευε, ἵνα λάβωμεν χάριν.

Ἕτερον. Ὁ Οὐρανὸν τοῖς ἄστροις.

Ω῾ς τῷ Χριστῷ τοῖς ἔργοις, φιλαδελφίας ἐπὶ γῆς, ποιήσασα ἐδοξάσθης, ἐν ταῖς σκηναῖς τῶν ἐκλεκτῶν, Γαβριηλία Ὁσία· διό σε πάντες τιμῶμεν.

Ἕτερον. Γυναῖκες ἀκουτίσθητε.

Η῾ Λέρος ἐπαγάλλεται, τὰ σὰ τίμια λείψανα, ἔχουσα Μῆτερ ἐν κόλποις, ὥσπερ θησαύρισμα μέγα· χάρις γὰρ βρύει πάντοτε, ἐξ αὐτῶν ἀπειρόδωρος, ἅπασι τοῖς προστρέχουσι, Γαβριηλία Ὁσία, τῆς Ἐκκλησίας λαμπρότης.

Θεοτοκίον.

Ο῾ ὢν τῇ φύσει ἄκτιστος, καὶ τῷ Πατρὶ συνάναρχος, πάντων ἐπέκεινα χρόνων, καὶ προαιώνιος Λόγος, κτιστὸς ἐκ σοῦ ὡς ἄνθρωπος, καὶ ὑπὸ χρόνον γίνεται, σῴζων ἀρᾶς τὸν ἄνθρωπον· διὸ ἀεί σε ὑμνοῦμεν, Μαρία Θεοκυῆτορ. 


ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΙΝΟΥΣ

Ἱστῶμεν στίχ. δ’ καὶ ψάλλομεν τά κάτωθι Στιχηρὰ Προσόμοια.

Ἦχος δ’. Ἔδωκας σημείωσιν.

Σήμερον ἀνέτειλεν, ὑπὲρ τὸν ἥλιον λάμπουσα, ἑορτή σου ἡ πάντιμος, ἐν ᾗ καὶ συνήλθομεν, ἐν ἀγαλλιάσει, μακαρίζοντές σε, τὴν θεραπεύσασαν Θεόν, φιλαδελφίας τοῖς κατορθώμασι, καὶ πόνοις τῆς ἀσκήσεως, Γαβριηλία ἀοίδιμε· ἀλλ᾿ ἐξαίτει δωρήσασθαι, τὸν Θεὸν ἡμῖν ἔλεος.

Ο῞λην σου τὴν ἔφεσιν, καθυποτάξασα ἔνδοξε, τῷ Δεσπότῃ τῆς κτίσεως, τῆς γῆς κατεφρόνησας, καὶ δικαιοσύνης, τὰ ἔργα εἰργάσω, καὶ πλεονάσασα αὐτοῖς, Γαβριηλία Μῆτερ πανθαύμαστε, τὴν χάριν ἐθησαύρισας, τοῦ Παρακλήτου καὶ ἔλαβες, τῶν θαυμάτων τὴν δύναμιν, εἰς πιστῶν περιποίησιν.

Ε῎χουσα ἀνόθευτον, ἐν τῇ καρδίᾳ σου πίστεως, θησαυρὸν τὸν οὐράνιον, σαρκὸς οὐκ ἐφρόντισας, ἐν παντὶ τῷ βίῳ, καὶ τόπους διῆλθες, Μῆτερ φροντίζουσα πολλῶν, τῶν ἐν ἀνάγκαις, νόσοις καὶ θλίψεσι· διό σε ἐθαυμάστωσε, Γαβριηλία ὁ Κύριος, συμπαθῶς ὃν ἱλέωσαι, καὶ ἡμῖν τοῖς ὑμνοῦσι σε.

Τάφον σου τὸν ἅγιον, καὶ τὰ μυρίπνοα λείψανα, νῆσος Λέρος ἐκτήσατο, πηγὴν ἁγιάσματος, τὴν ῥοὴν πλουσίως, τὴν τῶν ἰαμάτων, ἀναβλυστάνουσαν ἀεί, Γαβριηλία τοῖς προσπελάζουσι· διό σε μακαρίζομεν, καὶ τὴν σεπτήν σου πανήγυριν, εὐσεβῶς ἑορτάζομεν, τὸν Θεὸν μεγαλύνοντες.

Δόξα. Ἦχος δ’.

Ο῾σία Μῆτερ, θεοειδεῖ λογισμῷ, τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὡς μιμησαμένη, οὐδὲν ἐν βίῳ ἐκτήσω, φθαρτὸν καὶ ἐπίκηρον· ἀλλὰ τὴν πτωχείαν ἐκλεξαμένη, τοῦ δι᾿ ἡμᾶς πτωχεύσαντος, ἁπάντων διετέλεσας, τῶν ἐπὶ γῆς παρεπίδημος, τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦσα, καὶ ἐγκράτειαν φυλάττουσα· ἐν ἀπαρνήσει δὲ ἑαυτῆς, ἀσθενοῦντας καὶ πένητας, ἐν τῷ ἐλέει κατοικτείρησας, τοῦ ἐλεήμονος Θεοῦ. Ὅθεν αὐτῷ ἐν οὐρανοῖς, τανῦν παρισταμένη, Γαβριηλία πανθαύμαστε, ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν αἴτει, εἰρήνην καὶ μέγα ἔλεος.

Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.

Ε᾽κ παντοίων κινδύνων, τοὺς δούλους σου φύλαττε, Εὐλογημένη Θεοτόκε, ἵνα σε δοξάζωμεν, τὴν ἐλπίδα τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Δοξολογία Μεγάλη καὶ Ἀπόλυσις.


ΕΙΣ ΤΗΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΝ

Τὰ Τυπικά, οἱ Μακαρισμοὶ καὶ ἐκ τοῦ Κανόνος τῆς Ὁσίας ἡ γ’ καὶ στ’ Ὠιδή. Ἀπόστολον ζήτει τῷ Σαββάτῳ τῆς κζʹ Ἑβδομάδος (Γαλ. εʹ 22 – στʹ 2 ) καὶ Εὐαγγέλιον τῷ ιστ’ Σαββάτῳ Ματθαίου (Κεφ. κεʹ 1 – 13 ).

Κοινωνικόν.

Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος. Ἀλληλούϊα.

Μεγαλυνάρια.

Τὴν Γαβριηλίαν δεῦτε πιστοί, τιμήσωμεν πάντες, τὴν βιώσασαν ἐπὶ γῆς, τοῦ Εὐαγγελίου, ἀξίως ἐν τῷ νόμῳ· Χριστῷ γὰρ παρεστῶσα, ἡμῶν προΐσταται.

 Χαίροις τῆς ἀγάπης ὁ θησαυρός, καὶ φιλαδελφίας, ὁ ἀκένωτος ποταμός· χαίροις τὸ δοχεῖον, χαρᾶς τῆς ἐν Κυρίῳ, Γαβριηλία Μῆτερ· σὲ μακαρίζομεν.

Στίχοι.

Ὁ τῆς Ῥόδου Κύριλλος χειρὶ ἀνάγνῳ

Σοὶ τοὺς ὕμνους ὕφανε, Γαβριηλία,

Παϊσίου αἴτησιν καλοῦ Ποιμένος,

Λέρου καὶ Καλύμνου τε ἀποπληρώσας,

Σὺ Χριστῷ δὲ ἔνδοξε ὡς παρεστῶσα,

ἀμφοτέρους φύλαττε ταῖς σαῖς πρεσβείαις. 


ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ  ΚΑΝΩΝ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΥ ΜΗΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΓΑΒΡΙΗΛΙΑΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΤΙΣΣΗΣ ΤΗΣ ΕΝ ΛΕΡΩι ΤΗΣ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ 

Ποίημα Κυρίλλου τοῦ Κρητός, Μητροπολίτου Ῥόδου.

Εὐλογήσαντος τοῦ Ἱερέως τό “Κύριε εἰσάκουσον”, μεθ᾿ ὃ τό “Θεὸς Κύριος” καὶ τὰ κάτωθι Τροπάρια.

Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Ω῾ς θαυμαστὴν ἐπὶ τῆς γῆς πολιτείαν, ἐπιτελέσασα Χριστοῦ τῇ ἀγάπῃ, Γαβριηλία ἔτυχες, χαρᾶς τῆς ἀληθοῦς, θρόνῳ τῷ τῆς χάριτος, παρεστῶσα ἐν δόξῃ, καὶ Ἀγγέλων τάγμασιν, ἐν ὑψίστοις συνοῦσα. Ἀλλ᾿ ἐκτενῶς δυσώπει τὸν Θεόν, ὑπὲρ ἡμῶν σὲ καλούντων προστάτιδα.

Δόξα. Τὸ αὐτό. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.

Οὐ σιωπήσομέν ποτε Θεοτόκε, τὰς δυναστείας σου λαλεῖν οἱ ἀνάξιοι· εἰ μὴ γὰρ σὺ προΐστασο πρεσβεύουσα, τίς ἡμᾶς ἐῤῥύσατο, ἐκ τοσούτων κινδύνων; τίς δὲ διεφύλαξεν, ἕως νῦν ἐλευθέρους; οὐκ ἀποστῶμεν Δέσποινα ἐκ σοῦ· σοὺς γὰρ δούλους σώζεις ἀεί, ἐκ παντοίων δεινῶν.

Ὁ Ν’ καὶ ὁ Κανὼν τῆς Ὁσίας, φέρων Ἀκροστιχίδα ἐν τοῖς Θεοτοκίοις· «Κυρίλλου».

Ὠιδὴ α’. Ἦχος πλ. δʹ. Ὑγρὰν διοδεύσας.

Μεγίστων θεόθεν τῶν δωρεῶν, καταξιωθεῖσα, τῇ ὁσίᾳ σου βιοτῇ, ἐκ βίου ἡμᾶς Γαβριηλία, κακοπραγίας καὶ θλίψεως φύλαττε.

Υ῾μνοῦντες ζωῆς σου τῆς καθαρᾶς, τοὺς ἄθλους Ὁσία, ἐκβοῶμέν σοι εὐλαβῶς· Πάρεσο ἡμῖν Γαβριηλία, ἐν χαλεπαῖς περιστάσεσι σύμμαχος.

Α᾿γάπης τὸ σκεῦος τὸ καθαρόν, ἡμᾶς δι᾿ ἀγάπης, πολιτεύεσθαι ἀληθοῦς, τῆς πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλησίον, Γαβριηλία εὐχαῖς σου ἀξίωσον.

Θεοτοκίον.

Κυρίου ἡ Μήτηρ ἡ ἀγαθή, Ἄχραντε Παρθένε, ἐκ κινδύνων καὶ πειρασμῶν, φύλαττε ἐκ πάντων ἀνωτέρους, τοὺς τῇ ἁγίᾳ σου σκέπῃ προστρέχοντας.

Ὠιδὴ γ’. Οὐρανίας ἁψῖδος.

Τῆς ἀγάπης τὸ σκεῦος, τὸ εὐαγὲς πάνσεμνε, ταπεινοφροσύνης δοχεῖον, τὸ πολυτίμητον, θεομακάριστε, Γαβριηλία Ὁσία, πάντοτε προστάτευε, τῶν προσιόντων σοι.

Προσπαθείας ματαίας, δίδου ἡμῖν δύναμιν εὐσεβῶς ῥαγῆναι Ὁσία, καὶ καθαρότητι, βίου ἀξίωσον, Γαβριηλία δοξάζειν, τὸν Θεὸν τὸν εὔσπλαγχνον, τοὺς εὐφημοῦντάς σε.

Πολεμίων παντοίων, τῶν ὁρατῶν λύτρωσαι, καὶ τῶν ἀοράτων Ὁσία, ἐξ ἐπιθέσεων, τοὺς μακαρίζοντας, ἐν κατανύξει καρδίας, τοῦ ἐνθέου βίου σου, τὰ ἀριστεύματα.

Θεοτοκίον.

Υ῾πὲρ φύσιν Παρθένε, τὸν τοῦ παντὸς αἴτιος, ἔτεκες ἁγνῶν ἐξ αἱμάτων, δι᾿ ἀγαθότητα· αὐτῷ οὖν πρέσβευε, τοῦ ἐλεῆσαι καὶ σῶσαι, τὰς ψυχὰς Θεόνυμφε, τῶν ὑμνολόγων σου.

Διάσωσον Γαβριηλία θεόφρον, Μῆτερ Ὁσία, τοὺς τῇ πρεσβείᾳ τῇ σῇ καταφεύγοντας, ἀπὸ κινδύνων καὶ θλίψεων τῶν ἐν βίῳ.

Ε᾽πίβλεψον ἐν εὐμενείᾳ Πανύμνητε Θεοτόκε, ἐπὶ τὴν ἐμὴν χαλεπὴν τοῦ σώματος κάκωσιν, καὶ ἴασαι τῆς ψυχῆς μου τὸ ἄλγος.

Αἴτησις καὶ τὸ Κάθισμα.

Ἦχος β’. Πρεσβεία θερμή.

Α᾿γάπην θερμήν, πλουτοῦσα ἐν καρδίᾳ σου, ἐνθέῳ ζωῇ, τὸν Κτίστην εὐηρέστησας· ἀλλ᾿ αὐτὸν ἱκέτευε, παῤῥησίας χάριν ὡς ἔχουσα, Γαβριηλία ἔνδοξε ἡμῖν, τὴν λύσιν πταισμάτων τοῦ δωρήσασθαι.

Ὠιδὴ δ’. Εἰσακήκοα Κύριε.

Καταφύγιον γένοιτο, ἄμαχος βοήθεια ἡμῖν ἅπασιν, ἡ πρεσβεία σου πρὸς Κύριον, ὦ Γαβριηλία πολυθαύμαστε.

Γεωργεῖν φόβον ἅγιον, θείαν τε κατάνυξιν ἐν σεμνότητι, τῇ σῇ χάριτι ἐνίσχυσον, ὦ Γαβριηλία τοὺς ἱκέτας σου.

Ε᾿ποπτεύουσα ἄνωθεν, μὴ ἐλλίπῃς πάνσεμνε τοὺς προστρέχοντας, τοῖς λειψάνοις σου ἐκ πίστεως, καὶ ἐν ἐγκωμίοις εὐφημοῦντάς σε.

Θεοτοκίον.

Ρ῾υπωθέντά με πταίσμασι, καὶ γέλων προκείμενον τῷ ἀλάστορι, Θεοτόκε τῇ πρεσβείᾳ σου, οἴκτειρον καὶ σῶσον τὸν ἱκέτην σου.

Ὠιδὴ ε’. Φώτισον ἡμᾶς.

Α῎κουσον ἡμῶν, τῆς δεήσεως καὶ δίωξον, ἀφ᾿ ἡμῶν Γαβριηλία θαυμαστή, νοημάτων ματαιότητος τὴν νέφωσιν.

Νάμασι τῆς σῆς, θείας χάριτος κατάρδευσον, τὰς καρδίας τῶν τιμώντων εὐλαβῶς, βιοτῆς σου τὴν λαμπρότητα πανεύφημε.

Φώτισον φωτί, τῆς πρεσβείας σου πρὸς Κύριον, τὰς ψυχὰς Γαβριηλία τηλαυγῶς, τῶν ἐκ πόθου προσιόντων σοι ἑκάστοτε.

Θεοτοκίον.

Ι῞λεων ἡμῖν, τὸν ἐκ σοῦ ἐνανθρωπήσαντα, Πατρὸς Λόγον διὰ πλῆθος οἰκτιρμῶν, Θεοτόκε Ἀειπάρθενε ἀπέργασαι.

Ὠιδὴ στ’. Τὴν δέησιν ἐκχεῶ.

Ε᾿δούλευσας, τῷ Θεῷ ὡς πάνσοφος, ὑλικὰς ἀπωσαμένη μερίμνας, καὶ παρ᾿ αὐτοῦ τὰ βραβεῖα ἐδέξω, Γαβριηλία Ὁσία τῶν πόνων σου. Αὐτὸν οὖν ἔργασαι ἡμῖν, εὐμενῆ μεσιτείαις ἁγίαις σου.

Η᾿ρίστευσας, πρακτικῶς τὸ ἔλεος, τοῦ Θεοῦ μιμησαμένη ἐν βίῳ· διὸ αὐτὸς χάριτός σε μεγίστης, Γαβριηλία Ὁσία ἠξίωσε, δι᾿ ἧς παράστηθι ἡμῖν, κραταιὰ καὶ βεβαία ἀντίληψις.

Τοῦ χείρονος, τὴν ῥοπὴν ἐμπόδισον, ἐν ἡμῖν τὴν κινουμένην ἀτάκτως, καὶ πρὸς ἀγάπην Θεοῦ ἡμῶν τρέψον, Γαβριηλία Ὁσία τὴν ἔφεσιν· σὺ γὰρ δι᾿ ἔργων ἀγαθῶν, τῆς ἀγάπης ἐδείχθης κειμήλιον.

Θεοτοκίον.

Λαµπρότατε, τοῦ Θεοῦ ἡμῶν θρόνε, καὶ αὐτοῦ ἡγιασμένη καθέδρα, ἠγλαϊσµένη τοῦ Κτίσαντος Νύµφη, Εὐλογημένη Μαρία Μητράναδρε, τοῦ Παραδείσου τῶν σκηνῶν, ἡμᾶς δεῖξον εὐχαῖς σου οἰκήτορας.

Διάσωσον Γαβριηλία θεόφρον, Μῆτερ Ὁσία, τοὺς τῇ πρεσβείᾳ τῇ σῇ καταφεύγοντας, ἀπὸ κινδύνων καὶ θλίψεων τῶν ἐν βίῳ.

Α῎χραντε, ἡ διὰ λόγου τὸν Λόγον ἀνερμηνεύτως, ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τεκοῦσα δυσώπησον, ὡς ἔχουσα μητρικὴν παῤῥησίαν.

Αἴτησις καὶ τὸ Κοντάκιον.

Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.

Τῷ ἐναρέτῳ σου βίῳ τηρήσασα, τὸ κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ἀκηλίδωτον, τὴν χάριν πλουσίαν ἀπέλαβες, Γαβριηλία ἧς δίδου ἑκάστοτε, τὰ δῶρα τοῖς πόθῳ ὑμνοῦσί σε.

Προκείμενον. Ἦχος δ’.

Ὑπομένων, ὑπέμεινα τὸν Κύριον καὶ προσέσχε μοι.

Στίχ. Καὶ ἔστησεν ἐπὶ πέτραν τοὺς πόδας μου καὶ κατηύθυνε τὰ διαβήματά μου.

Εὐαγγέλιον, ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον  (Κεφ. ια’ 27-30).

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς· Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ Πατρός μου· καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τὸν Υἱόν, εἰμὴ ὁ Πατήρ· οὐδὲ τὸν Πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰμὴ ὁ Υἱός, καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ Υἱὸς ἀποκαλῦψαι. Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς. Ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ᾿ ὑμᾶς, καὶ μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾶός εἰμι, καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν. Ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστός, καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν.

Δόξα. Ταῖς τῆς σῆς Ὁσίας… Καὶ νῦν. Ταῖς τῆς Θεοτόκου…

Στίχ. Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου.

Προσόμοιον. Ἦχος πλ. β’. Ὅλην ἀποθέμενοι.

Βίου ἠδυπάθειαν, καὶ κοσμικὴν εὐδοξίαν, ὁλικῶς μισήσασα, τοῦ Χριστοῦ τοῖς ἴχνεσιν, ἠκολούθησας· θαυμαστὸν ἤνυσας, ἐπὶ γῆς τὸν βίον, σωφροσύνην ἐπιδείξασα, καὶ δι᾿ ἀσκήσεως, πολιτευσαμένη ὡς Ἄγγελος, καὶ εὐποιΐαις τέλεον, τὴν φιλανθρωπίαν ἀσκήσασα. Ὅθεν δοξασθεῖσα, ἱκέτευε τὸν Κύριον θερμῶς, Γαβριηλία πανεύφημε, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Σῶσον, ὁ Θεός, τὸν λαόν σου…

Ὠιδὴ ζ’. Οἱ ἐκ τῆς ᾿Ιουδαίας.

Παρεστῶσα τῷ θρόνῳ, τῆς Τριάδος ἐν δόξῃ, Γαβριηλία σεμνή, ἐκεῖθεν εὐμενείας, ἐν ὄμματι εὐσπλάγχνῳ, τοῖς τιμῶσί σε ἔπιδε, θλίψεων λύσιν πασῶν, παρέχουσα τοῖς πᾶσιν.

Εὐποιΐαις τὸν βίον, ἐκτελέσασα Μῆτερ, Γαβριηλία πιστῶς, πολλὴν καρποφορίαν, προσήνεγκας ὡς προῖκα, τῷ ὡραίῳ Νυμφίῳ σου, παρ᾿ οὗ ἐξαίτει ἡμῖν, χαρὰν καὶ εὐφροσύνην.

Γεωθέντες ἀθλίως, δι᾿ ἀμέλειαν ἄκραν, ταῖς ἁμαρτίαις τὸν νοῦν, ζωῆς τῆς ἐναρέτου, αὐτὸν ἐν ἐργασίαις, δυσωποῦμεν οὐράνωσον, ἐκδυσωποῦσα θερμῶς, Θεὸν Γαβριηλία.

Θεοτοκίον.

Λυτρωθέντες Παρθένε, τῷ ἀσπόρῳ σου τόκῳ, τῆς τοῦ γενάρχου ἀρᾶς, τὸ Χαῖρέ σοι βοῶμεν, καὶ μακαρίζομέν σε, ἐκ καρδίας δεόμενοι· Φύλαττε Μῆτερ ἡμᾶς, ἐκ τῶν πειρατηρίων.

Ὠιδὴ η’. Τὸν Βασιλέα.

Τοὺς ἀφορῶντας, τῇ κραταιᾷ σου πρεσβείᾳ, στῆθι σύμμαχος ἐν βίου ταῖς ἀνάγκαις, ὦ Γαβριηλία, Ὁσία μακαρία.

Χειμαζομένοις, ταῖς τρικυμίαις τοῦ βίου, ἀκλυδώνιστος λιμὴν Γαβριηλία, γενοῦ ἡμῖν πᾶσι, γαλήνῃ τῶν εὐχῶν σου.

Χάριτος θείας, ὡς δεδεγμένη τὸν πλοῦτον, τοὺς πτωχεύοντας ἡμᾶς Γαβριηλία, πολλαῖς ἁμαρτίαις, ἐλέησον εὐχαῖς σου.

Θεοτοκίον.

Ο῾ ἐκ γαστρός σου, ὑπερφυῶς ἀνατείλας, δόξης ἥλιος εὐχαῖς ταῖς μητρικαῖς σου, ἀγαθὸς φανείη, ἡμῖν τοῖς ὑμνηταῖς σου.

Ὠιδὴ θ’. Κυρίως Θεοτόκον.

Ο῾σία μακαρία, κλέος τῶν Ὁσίων, Γαβριηλία ἐξαίτει τὰ κρείττονα, ταῖς δυναταῖς σου πρεσβείαις, πρὸς τὸν Φιλάνθρωπον.

Παράσχου ἡμῖν πᾶσιν, ῥῶσιν τὴν κατ᾿ ἄμφω, Γαβριηλία Ὁσία παγγέραστε, ἵνα Θεοῦ ἐν τῷ θείῳ, νόμῳ βιώσωμεν.

Ο῾σίων ἐντρυφῶσα, δόξης τῆς ἀφράστου, Γαβριηλία δυσώπει τὸν Κύριον, τοῦ οἰκτειρῆσαι καὶ σῶσαι, τοὺς ὑμνολόγους σου.

Θεοτοκίον.

Υ῾μνοῦντας Θεομῆτορ, καὶ δοξολογοῦντας, τῆς σῆς λοχείας τὸ μέγα μυστήριον, ἐκ τῶν βελῶν ἡμᾶς ῥῦσαι, τοῦ πολεμήτορος.

Τό «Ἄξιόν ἐστι» καὶ τὰ Μεγαλυνάρια.

Χαίροις τῆς ἀγάπης ὁ θησαυρός, καὶ φιλαδελφίας, ὁ ἀκένωτος ποταμός· χαίροις τὸ δοχεῖον, χαρᾶς τῆς ἐν Κυρίῳ, Γαβριηλία Μῆτερ· σὲ μακαρίζομεν.

Βίον μετελθοῦσα τὸν καθαρόν, εὐφραίνῃ Κυρίου, θεωρίᾳ τῇ μυστικῇ· Αὺτὸν οὖν δυσώπει, θερμῶς Γαβριηλία, ἵνα τὴν σωτηρίαν, ἡμῖν δωρήσηται.

Σὺ Γαβριηλία ἀπὸ παιδός, ὡς φυλαξαμένη, τοῦ Δεσπότου τὴν ἐντολήν, τῆς ἐν τοῖς ὑψίστοις, τρυφῆς κατηξιώθης· διὸ ἡμῖν ἐξαίτει, χαρὰν τὴν ἄνωθεν.

Κόσμου τῶν θορύβων ὡς ἀληθῶς, ὤφθης ἀναμέσον, ὥσπερ Ἄγγελος ἐν σαρκί· ὅθεν τῶν Ἀγγέλων, χορείαις νῦν συνοῦσα, Γαβριηλία Μῆτερ, ἡμῶν μνημόνευε.

Ε᾿λεημοσύνης τὸν θησαυρόν, σὲ Γαβριηλία, εὐφημοῦμεν πανευλαβῶς· δίδου οὖν ἀφθόνως, ἡμῖν κἂν ἀναξίοις, τῆς χάριτός σου Μῆτερ, τὸ θεῖον ἔλεος.

Ρ῾ύου πολεμίων τῶν ὁρατῶν, καὶ τῶν ἀοράτων, ἐκ δολίας ἐπιβουλῆς, τῇ σῇ ἀντιλήψει, Γαβριηλία Μῆτερ, τὴν νῆσον τῶν Λερίων, ἀνευφημοῦσάν σε.

Λέρος εὐφημεῖ σε ὡς θησαυρόν, ἔχουσα τὴν θήκην, σῶν λειψάνων τῶν ἱερῶν· τῆς σῆς προστασίας, αὐτὴν οὖν μὴ στερήσῃς, Γαβριηλία Μῆτερ, ὡς εὐσυμπάθητος.

Χάριν παῤῥησίας πρὸς τὸν Θεόν, ἔχουσα δυσώπει, τοῦ ῥυσθῆναι ἡμᾶς παθῶν, ἐκ τῆς ἐπηρείας, Γαβριηλία Μῆτερ, καὶ ἔνθεον τὸν βίον, ἐπιτελέσωμεν.

Σὺν Ἀμφιλοχίῳ τῷ ἱερῷ, Πάτμου τῷ φωστῆρι, ἐκδυσώπει τὸν Λυτρωτήν, εἰρήνην δοθῆναι, ἡμῖν Γαβριηλία, καὶ ἔλεος καὶ χάριν, ὡς μόνος εὔσπλαγχνος.

Πᾶσαι τῶν Ἀγγέλων αἱ στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι Πάντες, μετὰ τῆς Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν, εἰς τὸ σωθῆναι ἡμᾶς.

Τὸ Τρισάγιον, τὰ συνήθη Τροπάρια, Ἐκτενὴς παρὰ τοῦ Ἱερέως καὶ Ἀπόλυσις μεθ᾿ ἣν ψάλλομεν τὰ κάτωθι.

Ἦχος β’. Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου.

Κόσμου τὴν ἀπάτην ὁλικῶς, πίστεως δυνάμει λιποῦσα, Γαβριηλία σεμνή, σωφροσύνῃ ἔζησας, τὸν βίον ἅπαντα, καὶ αὐτὸν κατεκόσμησας, τῇ φιλαδελφίᾳ, τοῦ Χριστοῦ τοῖς ἴχνεσιν, ἀκολουθήσασα. Ὅθεν ὡς αὐτῷ παρεστῶσα, πᾶσι τοῖς πρὸς σὲ ἀφορῶσιν, ἔλεος ἐξαίτει καὶ συγχώρησιν.

Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου, εἰς σὲ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην σου.

Δέσποινα πρόσδεξαι, τὰς δεήσεις τῶν δούλων σου, καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς, ἀπὸ πάσης ἀνάγκης καὶ θλίψεως.

Δι᾿  εὐχῶν τῶν ἁγίων…

Δίστιχον.

Τὸν τῆς Ῥόδου Κύριλλον Ἀρχιερέα,

Ἐκ κινδύνων φύλαττε Γαβριηλία.

 


ΕΠΙΣΤΟΛΗ  ΑΡΧΙΕΡΑΤΙΚΟΥ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΕΝ ΛΕΡΩ ΔΙΑ ΤΗΝ ΒΙΟΤΗΝ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΑΣ

Πρός

Τόν Σεβασμιώτατον

Μητροπολίτην Λέρου, Καλύμνου & Ἀστυπαλαίας

Κ.κ. Παΐσιον

Ἐνταῦθα

Σεβασμιώτατε,

Ζητῶ τήν εὐχή σας καί σᾶς παρακαλῶ ἐπιτρέψατέ μου νά σᾶς ἀναφέρω τά κάτωθι:

Ἡ Θεία Πρόνοια σέ κάθε ἄνθρωπο, ἐπιφυλάσσει στιγμές καί γεγονότα εἰς τόν βίον του πού χαράζονται βαθειά στήν ψυχή καί τόν συνοδεύουν. Καί εἰς τόν βίον μου παρά τήν ἀναξιότητά μου, ἐλαβαν χώρα γεγονότα καί σημεῖα τῆς Πρόνοιας τοῦ Θεοῦ.

Μετά ἀπό τήν Ἱερωσύνη πού ἐκ νεότητος μοῦ ἐχάρισε ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θεωρῶ θεῖο δῶρο τό ὅτι ἀξιώθηκα νά γνωρίσω ἐν ζωῇ, νά ἴδω καί νά ζήσω, σημεῖα ἁγιότητος καί χάριτος τῆς γερόντισσας Γαβριηλίας.

Ἀπό ἀνεξόφλητον ὑποχρέωσιν, δι’ ὅσα ἠξιώθηκα νά ἴδω καί νά ζήσω κοντά της, κατά τήν ἐν Λέρω διαμονή της ἕως καί τήν κοίμησίν της, «ὡς κόκκο μοσχοθυμιάματος εὐγνωμοσύνης», ὀλίγα, συντόμως σᾶς καταγράφω.

Τίς ἡ Πατρίς καί τίς ἡ εὐγένεια τῆς γερόντισσας;

Πατρίς μέν, ἡ ἑπτάλοφος Κωνσταντινούπολις (2-10-1897).

Γένος δέ αὐτῆς, ἡ πρός τό Θεῖον, ἐκ γονέων οἰκείωσις· ἄσκησις δέ καί διαπαιδαγώγησις, ἡ ἀρετή, καί ὑπεράνω πάντων πατήρ καί μήτηρ, ὁ Κύριος.

Μικρή εἰς τό δέμας, ἀλλά ἀντιστρόφως ἀνάλογος εἰς τά μεγάλα καί Θεόσδοτα χαρίσματά της. Οὐδέν πολυτελές ἐπάνω της, παρά, μεγαλοπρεπής ἁπλότης.

Μετά τήν ὁλοκλήρωσιν τῶν σπουδῶν της, ἡ γερόντισσα, μέ τήν ρομφαία τῆς ἀγάπης καί τόν σπόγγο τῆς συμπόνοιας νά τήν συνοδεύουν, ἐπεσκέφθη ὅλον σχεδόν τόν κόσμο.

Κωνσταντινούπολις (2-10-1897) – Ἑλβετία – Ἑλλάδα – Ἀγγλία – Ἀμερική – Ἰσραήλ – Λίβανος – Ἰορδανία – Περσία – Ἰνδία – Ἀφρική – Γερμανία – Σινᾶ – Αἴγινα – Ἀθήνα – Λέρος (28-3-1990).

Ἀγαπᾶ τά ἁπλά, τά ταπεινά, τά ἀφανῆ, ὄχι τήν δόξαν.

Πάντα βοηθοῦσε, παρηγοροῦσε, ἀνακούφιζε, δίδασκε, ὥστε νά σωθοῦν ψυχαί ἀνθρώπων πού ζητοῦσαν τήν βοήθειά της, ἤ πού ἡ Θεία Πρόνοια τήν ἔστελνε, προσφέροντας «τά πάντα, ἵνα πάντας τινάς σώση» (Α’Κορ.9-22).

Τό 1963, ἡ ἀγάπη καί ἡ Θεία Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἠυδόκησε ὁ Ὅσιος Ἀμφιλόχιος (ὁ Μακρῆς) εἰς τήν Ἱεράν Μονήν Εὐαγγελισμοῦ τῆς Ἱερᾶς Νήσου Πάτμου, νά τήν κείρῃ δόκιμη μοναχή, καί νά ἐξέλθῃ καί πάλιν εἰς τόν κόσμον, φέρουσα ἀπό τότε, «τόν ὀνειδισμό τοῦ Κυρίου», κηρύττουσα Αὐτόν μέ πίστιν ἀπερίτρεπτον, ἦθος ἀδαμάντινον, φιλοκαλία, φιλομάθεια, μετριότητα, ἐγκράτεια, ἀλληλεγγύη, πτωχεία, ἱεραποστολικό σθένος καί ἐνάρετον βίον.

Ἔλαβε εὐλογίαν, καί «ἐξῆλθεν εἰς ἄγραν» (Λούκ. 5,4), καί ἡ σαγήνη της εὐλογηθεῖσα, συνέλαβε «εἰς τά δεξιά τοῦ πλοίου… πλῆθος τῶν ἰχθύων» (Ἰωάν. 21,6), κάθε φυλῆς, γένους καί θρησκείας, βλέπουσα τόν συνάνθρωπο ὡς τόν ἴδιον τόν Χριστόν.

Εἰς τήν ζωήν της ὅλες τίς δυσκολίες, τίς ἀντιμετώπιζε μέ ἀπέραντη πίστη καί ἐμπιστοσύνη εἰς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, καί κατόπιν πύρινης προσευχῆς, ἐλάμβανε καί ἔκαμνε ὑπακοή εἰς τήν ἀπάντησιν τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ἀπάντησις τοῦ Θεοῦ, μετά ἀπό συνεχῆ προσευχή, τόν Νοέμβριο τοῦ 1990, ἦταν ἡ αἰτία τοῦ ἐρχομοῦ της εἰς τό νησί μας τήν Λέρο.

Εἶχα τήν εὐλογία καί τήν χαρά, νά τήν γνωρίσω μαζί μέ τόν προκάτοχόν Σας, μακαριστόν Μητροπολίτη μας, κυρό Νεκτάριο, ἀπό τίς πρῶτες ἡμέρες τῆς ἀφίξεώς της.

Ὁ Δεσπότης, τήν ὑποδέχθηκε μέ σεβασμό καί ἀγάπη, καί ὅσες φορές εὑρίσκονταν εἰς τήν Λέρον τήν ἐπισκέπτονταν. Μαζί καί ἐγώ μέ τόν γραμματέα τῆς Μητροπόλεώς μας κ. Γεώργιο Χρυσούλη.

Συζητοῦσαν γιά διάφορα θέματα καί δέν ἦταν λίγες οἱ περιπτώσεις, πού ὁ Δεσπότης ζητοῦσε τήν γνώμην της.

Σέ μία ἐπίσκεψίν μας, ἡ γερόντισσα τοῦ ζήτησε, ὅταν κοιμηθῇ, νά τήν θάψῃ εἰς τό νεκροταφεῖον, ἀνάμεσα εἰς τούς ψυχασθενεῖς, μέ ἕναν σταυρό χωρίς τό ὄνομά της, καί νά τῆς ψάλη τό «Χριστός Ἀνέστη». Ἀπ’ ὅτι ἐνθυμοῦμαι ἦταν ἡ μοναδική περίπτωσις, πού ἀρνήθηκε νά τῆς κάμη αὐτό πού τοῦ ζητοῦσε, λέγοντάς της, ὅτι παρά τήν ἐπιθυμία της, θά κάμῃ ὑπακοή, καί ὁ τάφος της θά εἶναι στήν Ἱερά Μονή τῆς Παναγίας τοῦ Κάστρου, στόν τάφο πού ὁ ἴδιος εἶχε ἑτοιμάσει διά τόν ἑαυτόν του, καί θά τῆς ψάλη τό «Χριστός Ἀνέστη», ἀκόμη καί ἄν εἶναι Μεγάλη Ἑβδομάς.

Ὅπερ καί ἐγένετο.

Μόνος μου, κάθε πρώτη τοῦ μηνός, τελοῦσα τήν ἀκολουθία τοῦ ἁγιασμοῦ, εἰς ἕνα πρόχειρο προσκυνητάρι – παρεκκλήσιο πού εἶχαν φτιάξει στήν οἰκία πού φιλοξενοῦνταν, μαζί μέ τήν ὑποτακτική της, τήν Γαβριηλία «τήν μικρή», ὅπως τήν ἀποκαλοῦσε.

Μετά τήν ἀκολουθία, συζήτηση, πού ποθοῦσες νά μήν τελειώσῃ.

Εἰς τήν ἀρχή τῆς ἐδῶ παραμονῆς της, συμμετεῖχε εἰς τίς Θεῖες Λειτουργίες τῶν ἐνοριακῶν Ναῶν μας, τόν τελευταῖο ὅμως χρόνο εἶχα, τό «θεόσταλτο προνόμιο» νά τῆς μεταδίδω τά Τίμια Δῶρα, στό ἀσκητικό κελί της, τελευταία φορά, δύο ἡμέρες πρίν τήν κοίμησίν της.

Πάντοτε, μετά τήν Θεία Μετάληψιν, ἡ ἀλλοίωσις τοῦ προσώπου της ἦτο ἐμφανής. Ἦτο ἀπό τήν γῆ, πολίτης τοῦ Οὐρανοῦ καί θεατής ἀκτίστου φωτός.

Τήν τελευταία φορά, δύο ἡμέρες πρίν τήν κοίμησίν της, δέν ὁμιλοῦσε, εἶχε ὅμως ἀντίληψιν. Μέ δυσκολία ἔκαμε τόν σταυρό της καί ὕψωσε ὅσο ἠμποροῦσε τά χέρια της. Τό πρόσωπό της γαλήνιο, χαρούμενο, φωτεινό, εἶχε γίνει σύσσωμος καί σύναιμος μέ τόν Χριστό, πού ἅπλωσε καί ξεδίπλωσε εἰς ὅλη τή γῆ.

Τόν Αὔγουστο τοῦ 1991, μαζί μέ τόν πατέρα Δαμασκηνό, διάκονο τότε, ζήσαμε στιγμές οὐράνιες καί ἐλάβαμε ἄλλη μιά μεγάλη εὐλογία.

Ἀπό τό Ἅγιον Ὅρος, εἶχε ἔλθει ὁ πνευματικός της ὁ π. Διονύσιος Μικραγιαννανίτης μέ τόν π. Σπυρίδωνα, γιά νά τελέσουν τίς κουρές, εἰς μεγαλόσχημον τῆς γερόντισσας και τῆς ὑποτακτικῆς. Μέ μία καρέκλα ἀνεβάσαμε εἰς τήν Ἱερά Μονή τῆς Παναγίας τοῦ Κάστρου, τήν προστάτιδα, πολιοῦχο καί ἔφορο τῆς Παναγιοσκέπαστης Λέρου, τή γερόντισσα, καί παρακολουθήσαμε τήν ἀκολουθία ἐμεῖς καί ἄλλα τρία ἄτομα. Γιά πρώτη φορά τήν εἴδαμε, χωρίς τό κάλυμμα τῆς κεφαλῆς, καί ἐθαυμάσαμε τήν παρά τήν μεγάλη ἡλικία της θεϊκή ὀμορφιά της. Εἰς τό πρόσωπόν της καθρεπτίζονταν ὁ ἐνάρετος βίος της καί οἱ ἀρετές πού τήν κοσμοῦσαν. Ἡ σοφία, ἡ σωφροσύνη, τό ἀπερηφάνευτο καί κενόδοξο πνεῦμα, ἡ ἀταλάντευτη πίστη, ἡ ἡσυχία τοῦ βίου.

Ἡ γερόντισσα εἶχε τό θεϊκό χάρισμα νά μεταδίδῃ στούς γύρω της, πολλή ἀγάπη, ἀγάπη θεϊκή.

Κοντά της συνέβαινε τό παράδοξο: καθώς εὑρισκόσουν πλάϊ της, αἰσθανόσουν μέσα σου, σιγά-σιγά, νά γεμίζης ἀπό μία ἀνεξέλεγκτη αἴσθηση χάριτος, ἀκόμη καί ὅταν ἀπομακρυνόσουν ἀπό κοντά της.

Ἦταν ἕνας εὐαίσθητος ἄνθρωπος, πού πρόσεχε νά μήν λυπήσῃ κανέναν.

Εἰς τήν συζήτησιν, ἔβλεπες τήν ἠρεμίαν, τήν γαλήνην, τό ἀτάραχον, τό ἀπαθές, τήν ἀγάπην.

«Ἡ θύρα αὐτῆς παντί ἐλθόντι ἠνέωκτο, ἔξω δέ, οὐδείς ηὐλίζετο ξένος. Ὀφθαλμός ἦν τυφλῶν, ποῦς δέ χωλῶν, μήτηρ δέ ὀρφανῶν» (Ε’.Π.Ε. 6,358).

Μέ προσήνεια καί ἀγάπη, ὑπεδέχετο καί συνευλίζετο πλουσίους καί πτωχούς, ἄρχοντες καί ἀρχόμενους.

Ἀγόγγυστα σήκωνε κάθε φορά τόν σταυρό τῆς ἀρρώστιάς της καί μάλιστα μέ πολύ χαρά.

Καί ἔφθασεν ὁ καιρός «τόν χοῦν τῷ χοΐ ἀποδώσουσα».

«Μακάριοι οἱ νεκροί, οἱ ἐν Κυρίω ἀποθνήσκοντες, ὅτι τά ἔργα αὐτῶν ἀκολουθεῖ μετ’ αὐτῶν» (Ματθ. 25-21).

«Ζήσασα δέ οὕτω καί παιδευθεῖσα καί παιδεύσασα, ἐν γήρᾳ καλῶ, καταλύει τόν βίον καί προστίθεται τοῖς πατράσιν αὐτοῖς, Πατριάρχαις καί Προφήταις καί Ἀποστόλοις καί Μάρτυσι τούς ὑπέρ τῆς ἀληθείας ἠγωνισμένους».

«Πτωχεύουσα, ὑπομένουσα, εὐφραίνουσα, τοῦ Λαζάρου τά ἀγαθά διεδέχθη, εἰς τό μακρόν ἐπί τῆς γῆς Χριστομίμητον βίον της».

Ἡ ἡμέρα τῆς πρός Κύριον ἐκδημίας της, μένει χαραγμένη εἰς τήν ψυχήν μου.

Τρεῖς διαφορετικές ὄψεις καί ἐκφράσεις, εἶδα καί ὁμολογῶ, εἰς τό νεκρόν πρόσωπόν της.

Τήν πρώτην, τήν φυσιολογικήν, τήν κοινήν κατά πάντα ἄνθρωπον, μία ὥρα μετά τήν ὁσιακήν της κοίμησιν, ὅταν ἔφθασα στό ἀπέριττο κελί της.

Τήν δευτέρα, λίγη ὥρα ἀργότερα, ὅταν εἶχα τήν εὐλογία νά τήν ράψω στό ράσο της. Ἔκφρασις πού φανέρωνε εὐχαριστία, χαρά, πληρότητα, ἱκανοποίησιν, ἀνάπαυσιν.

Καί τήν τρίτη θά σᾶς ἀναφέρω κατωτέρω.

Ἀπό τήν βιασύνη καί τήν συγκίνησίν μου κατά τό ράψιμο, κέντησα τό ἀποστεωμένο χέρι της, καί ἀμέσως μία ἠλεκτρική ἐκκένωσις κάλυψε τό σῶμα μου. Τό πῶς, καί πότε, τελείωσα τό ράψιμο, οὔτε κατάλαβα, οὔτε ἐνθυμοῦμαι.

Αὐτή τήν ὥρα καί πάλιν γίναμε μάρτυρες τῆς πτωχείας καί τῆς ἀπόλυτης ἀκτημοσύνης της. Ζητῶντας λευκή σινδόνη διά νά τήν τυλίξωμε, τοποθετήσωμε εἰς τό φορεῖον καί θέσωμεν εἰς τόν τάφον, μᾶς ἔφεραν σινδόνη ὑπερβολικά φθαρμένη. Κοιταχτήκαμε στά μάτια μέ τόν πατέρα Ἄνθιμο, «δέν γίνεται εἶναι ἀδύνατον νά ἀντέξη καί αὐτό τό μικρό βάρος της, περιμένετε», μοῦ λέγει, τρέχει καί φέρνει ἀπό τό σπίτι του καινουργή λευκή σινδόνη καί τήν τακτοποιήσαμε. Νοιώσαμε στιγμές, Ἰωσήφ καί Νικοδήμου, εἰς τήν ἱερά Ἀποκαθήλωσιν.

Τήν μεταφέραμε μέ τόν μακαριστό π. Ἄνθιμο καί τόν ἰατρό Ν. Ταχλιαμπούρη μέ τό φορεῖον, εἰς τόν Ἱερόν Ναόν τῆς Παναγίας, ὅπου καί ἐτάφη.

Ὁ ἄνεμος, «σοροκάδα», λυσσομανοῦσε. Ἡ φουρτούνα φοβερή. Καί ὅμως, «ἀκούνητο» ἦρθε τό καΐκι ἀπό τήν Κάλυμνο μέ τόν Δεσπότη, τόν διάκονο καί τίς μοναχές, πού ἔψαλλαν τήν ἀκολουθία εἰς μεγαλόσχημον μοναχήν. Προεξῆρχε ὁ μακαριστός προκάτοχός Σας, συμπαραστατούμενος ὑφ’ ὅλου τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου τοῦ νησιοῦ μας καί τοῦ κατά Θεία Πρόνοια παρόντος ἱερομονάχου Δημητρίου Σιναΐτου, τοῦ νῦν Μητροπολίτου Ἀργυροκάστρου.

Ἡ συγκίνησις τοῦ κόσμου ἀπερίγραπτη.

Ἀνέβηκαν εἰς τό Κάστρο, τήν ἀσπαζόντουσαν καί ζητοῦσαν τήν εὐχή της.

Τήν ἀποχαιρέτησε μέ λόγους συγκινητικούς ὁ προκάτοχός Σας, λέγοντας μεταξύ ἄλλων: «διεκρίνετο διά τήν εὐγένειαν τοῦ χαρακτῆρος της, τήν προσήλωσιν εἰς τάς παραδόσεις τῆς ἐκκλησίας,… τήν ἀδιάλλειπτον προσευχήν, τό οἰκουμενικόν πνεῦμα, καί τήν γνῶσιν τῶν πολλαπλῶν προβλημάτων τῆς καρδίας τῶν ἀνθρώπων…».

Χαρά καί λύπη, κατέκλυζαν τίς καρδιές μας. Λυπόμασταν γιατί ἔφυγε ἀπό κοντά μας καί πλέον δέν θά βλέπαμε μέ τά σαρκικά μας μάτια, τό λαμπερό, τό χαρούμενο, τό γεμᾶτο ἱλαρότητα, γλυκύτητα καί ἀγάπη παιδικό πρόσωπό της. Δέν θά ἀκούγαμε τήν παρήγορο σιγανή φωνή της, τίς σοφές νουθεσίες της, τά ἐλπιδοφόρα λόγια της, πού μέ τόση εὐγένεια, ἀγάπη καί κυρίως διάκρισιν μᾶς ἀπηύθυνε.

Τήν λύπη μας μεταποίησε εἰς χαρά, θαυμασμό καί ἀγαλλίασιν ἡ τρίτη δι’ ἐμέ ἔκφρασις καί μορφή τοῦ προσώπου της.

Ὅταν μέ τήν ἐπιμονήν καί τήν κατά Θείαν Πρόνοια ἀπαίτησιν τοῦ μακαριστοῦ προκατόχου Σας, «ξηλώσαμε», τό ράσο πού σκέπαζε τό πρόσωπό της.

Ὅλοι εἴδαμε καί ἀποθανατίσαμε καί σέ φωτογραφίες, ἕνα διαφορετικό ὁλόλαμπρο πρόσωπο. Μία μορφή οὐράνια, μία ὄψη χαρούμενη καί εἰρηνική. Ἀπέραντη γαλήνη, βασίλευε στό ἀσκητικό της πρόσωπο, δεῖγμα, «θεοψίας» καί ἐκφράσεως ἡγιασμένου ἀνθρώπου, πού ἐκοιμήθη ἐν Κυρίω.

«Θάνατος ἀνάπαυσις πόνων ἐστί, τέλος μέν τῶν ἄθλων, ἀρχή δέ τῶν ἐπάθλων» (Ἅγιος Ἰσίδωρος Πηλουσιώτης).

Ὁ ἀπέριττος τάφος, δέχονταν ἕνα σῶμα, στολισμένο μέ τήν Θεία λαμπρότητα, καί ἡ ψυχή της ὁλόλαμπρη, εἰσήρχετο εἰς τά πάμφωτα δώματα τῆς ἐπουρανίου Ἱερουσαλήμ.

Εἰς τά Θεῖα σκηνώματα, λαμπρή εἰς τήν ψυχή τήν ὑποδέχθηκαν, οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, τούς ὁποίους εἰς ὅλη τήν ἐπίγειον βιοτήν της, ὑπεραγάπησε καί ἐμπιστεύθη.

Μία διαρκής θυσιαστική προσφορά, ἀπό τήν Κωνσταντινούπολιν εἰς τήν Ἀμερικήν, εἰς τήν Εὐρώπην, εἰς τήν Ἀσίαν, εἰς τήν Ἀφρικήν, εἰς τήν Λέρον, ἀποθησαυρίστηκε εἰς τάς ἀποθήκας, τοῦ οὐρανίου Γεωργοῦ.

Ἡ γερόντισσα Γαβριηλία, ἀπό τόν Θεόν στολίστηκε μέ τά χαρίσματα τῆς διοράσεως, τῆς Θείας γνώσεως καί ἐμπειρίας, τῆς ἀπάθειας, τῆς ἀκατακρισίας, τῆς ἀφιλοχρηματίας, τοῦ μέτρου, τῆς ταπεινοφροσύνης καί κατέστη σκεῦος ἐκλογῆς, τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ.

Ἡ μορφή της μένει χαραγμένη βαθειά καί ἀνεξίτηλα εἰς τήν μνήμη καί εἰς τήν καρδία τῶν συμπρεσβυτέρων μου, τοῦ Λεριακοῦ Λαοῦ καί τῶν ἀνά τόν κόσμον πνευματικῶν της τέκνων.

Τήν θεωροῦμε καί τήν τιμοῦμε ὅλοι μας, ὡς Ὁσία καί Ἁγία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

Καί μετά τήν ἀνακομιδήν της εἶναι πολλές οἱ θαυμαστές ἐπεμβάσεις καί εὐλογίες, «τῶν ὀστέων καί τῆς κόνεως τῶν λειψάνων της», πού καθημερινά μαρτυροῦνται ἀπό πλῆθος ἀνθρώπων, πού προσέρχονται ἀπ’ ὅλα τά μέρη τῆς γῆς, τήν προσκυνοῦν, τήν εὐχαριστοῦν καί τήν τιμοῦν.

Ἀλλά αὐτά, τά ἀφήνομεν εἰς τόν Δεσπότην Χριστόν, καί τήν Ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Μεγάλην Ἐκκλησίαν, νά κριθοῦν.

Ἔτσι, πρός τίμησιν Ἁγίου καί μίμησιν Αὐτοῦ ὑπό τῶν πιστῶν,

Θά ἀναδειχθῇ ὁ ὁσιακός βίος της,

Τά ἀσκητικά της παλαίσματα,

Ὁ ἀποστολικός καί ἱεραποστολικός της ζῆλος,

Καί τά θαυμαστά σημεῖα τῆς ἁγιότητός της,

Ἐν πᾶσι Δεσποτίᾳ Κυρίου, εἰς δόξαν Θεοῦ, καί εὐλογίαν τοῦ Χριστωνύμου Λαοῦ,

Ἵνα , Μητροπολίτης , Ἐπίσκοπος , Ἱερός Κλῆρος , καί Λαός «ἀπολαύσωμε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως, «Ναί Κύριε», πάντες, καί τοῦ πλούτου τῆς Χρηστότητος».

Μετά σεβασμοῦ ἀσπάζομαι τήν Δεξιάν Σας

π. Νικόδημος Φωκᾶς

Ὑμέτερος ἐν Λέρω Ἐπίτροπος.

Ἐν Λέρῳ τῇ 26ῃ Δεκεμβρίου 2022


Ο ΤΑΦΟΣ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΑΣ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΚΑΣΤΡΟΥ ΛΕΡΟΥ

Οσιος Ανθιμος εν Αστυπαλαια

Μοναζόντων το κλέος μετανοίας διδάσκαλε

θαυματουργιών επιδείξει πάντας κατηύγασας

ανέλαμψας ως ήλιος ημίν

διώκων των παθών τας προσβολάς

δια τούτο Άνθιμε Όσιε

την θήκην των σων λειψάνων ασπαζόμεθα

Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ

Δόξα τω σε θαυμαστώσαντι

Δόξα τω δωρησαμένω σε ημίν σκέπην και καύχημα



Περισσότερα…

ΕΦΗΜΕΡΙΟΙ ΕΝΟΡΙΩΝ ΑΣΤΥΠΑΛΑΙΑΣ

Ι. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΟΡΤΑΪΤΙΣΣΗΣ

  • Εφημέριος: πρωτ. Ευσέβιος Σταυλάς , τηλ. 2243061910.

Ι. ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

  • Εφημέριος: πρωτ. Δημήτριος Αχλαδιώτης, Αρχιερατικός Επίτροπος Αστυπαλαίας, τηλ. 2243061295.

Ι. ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

  • Εφημέριος: Αρχιμ. Ιωσήφ Λισγάρης, τηλ. 2243062011.

Ι. ΝΑΟΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

  • Εφημέριος: Αρχιμ. Γρηγόριος Μηλιάρης, τηλ. ….

ΕΦΗΜΕΡΙΟΙ ΕΝΟΡΙΩΝ ΚΑΛΥΜΝΟΥ

Ι. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΘΕΙΑΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ

  • Εφημέριος: π. Ισίδωρος Γλυνάτσης τηλ. 22430-24121 , 31143 & 6942602830.

ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ Ι.ΝΑΟΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΚΕΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗΣ ΧΩΡΑΣ

  • Εφημέριος: πρωτ.Αμφιλόχιος Σακαλλέρος, τηλ. 2243024020.

Ι. ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ

  • Εφημέριος: π. Ιγνάτιος Απορέλλης, τηλ. 6949130399.

Ι. ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

  • Εφημέριος: πρωτοπρεσβύτερος Κωνσταντίνος Σμαλιός, τηλ. 6947050127.
  • Β΄ Εφημέριος: αρχιμ. Συμεών Κάτσινας-Μπραέσσα.

Ι. ΝΑΟΣ ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ (ΠΑΝΑΓΙΑ ΚΑΛΑΜΙΩΤΙΣΣΑ)

  • Εφημέριος: πρωτ.Γεώργιος Χατζηδάκης, τηλ. 2243047878 , 2243028680.
  • Β΄ Εφημέριος: αρχιμ. Λάζαρος Θεοδοσίου

Ι. ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

  • Εφημέριος: π. Βασίλειος Τσικούρης, τηλ. 6946708909.

Ι. ΝΑΟΣ ΥΠΑΠΑΝΤΗΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

  • Εφημέριος: π. Μάριος Μίχας, τηλ. 6956931395

Ι. ΝΑΟΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΠΟΘΙΑΣ

  • Εφημέριος: π. Σάββας Μουζουράκης, τηλ. 6972051524
  • Β΄ Εφημέριος: π. Κασσιανός Κυπραίος.

Ι. ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΜΑΜΑΝΤΟΣ

  • Εφημέριος: πρωτ. Χριστόφορος Μελάς , τηλ. 2243024870 & 22661

Ι. ΝΑΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑΣ

  • Εφημέριος: π. Παντελεήμων Κρούσκος, τηλ. 6948599973
  • Β΄ Εφημέριος: π. Σπυρίδων Κατσιμπρής.

Ι. ΝΑΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ

  • Εφημέριος: π. Ηλίας Μουζουράκης, τηλ. 6948540055

Ι. ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

  • Εφημέριος: πρωτ.Νικόλαος Καζαβούλης, τηλ. 6944598570.

Ι. ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

  • Εφημέριος: π. Απόστολος Χατζηνικολάου, τηλ. 6947151077.

Ι. ΝΑΟΣ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΧΩΡΑΣ

  • Εφημέριος: πρωτ.Αντώνιος Μακρυλλός, τηλ. 2243028221 , 2243022555.
  • Β΄ Εφημέριος: π.Γαβριήλ Γλυκοκάλαμος, τηλ. 2243048270.

Ι. ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ

  • Εφημέριος: π.Μιχαήλ Μπουλαφέντης, τηλ. 2243029152, 2243047389 & 6972605681

Ι. ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΝΤΟΥΝΙΟΥ

  • Εφημέριος: πρωτ. Ιερεμίας Σακαλλέρος , τηλ. 2243047537, 2243047708 & 6970201454
  • Β΄ Εφημέριος: π. Δαυίδ Μαΐλλης.

Ι. ΝΑΟΣ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΠΑΝΟΡΜΟΥ

  • Εφημέριος: πρωτ.Τίτος Καμπούρης , τηλ. 2243048283.

Ι. ΝΑΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΑΡΓΙΝΩΝΤΩΝ

  • Εφημέριος:-

Ι. ΝΑΟΣ ΕΙΣΟΔΙΩΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΜΥΡΤΙΩΝ

  • Εφημέριος: π.Μελίτων Χατζηδάκης , τηλ. 2243050847 & 6932967121

Ι. ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΡΓΟΥΣ

  • Εφημέριος: π. Ραφαήλ Ρούφας , τηλ. 6946687634.
  • Β΄ Εφημέριος: π.Εμμανουήλ Χατζηδάκης, τηλ. 2243022227.

Ι. ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΗΤΑ

  • Εφημέριος: –

Ι. ΝΑΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΒΟΘΥΝΩΝ

  • Εφημέριος: π. Μπόμπαν Μιλένκοβιτς , τηλ. 22430-22775 & 6996229006
  • Β΄ Εφημέριος: π. Γεώργιος Θεοδωρίδης.

Ι. ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΒΑΘΕΩΣ

  • Εφημέριος: Αρχιμ. Ιωνάς Μούρτος.
  • Β΄Εφημέριος: π. Θεόδωρος Τυρίκος.

Ι. ΝΑΟΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΒΑΘΕΩΣ

  • Εφημέριος: π. Μιχαήλ Μακαρούνας, τηλ. 6946939641.

Ι. ΝΑΟΣ ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ ΝΗΣΟΥ ΤΕΛΕΝΔΟΥ

  • Εφημέριος: π. Μιχαήλ Κουκουβάς.

Ι. ΝΑΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΝΗΣΟΥ ΨΕΡΙΜΟΥ

  • Εφημέριος: π. Νικόλαος Κλήμης , τηλ. 2243028841 & 6971820876.

ΕΦΗΜΕΡΙΟΙ ΕΝΟΡΙΩΝ ΛΕΡΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΛΕΡΟΥ

Ιερατικώς Προϊστάμενος: Θεοφ. Επίσκοπος Στρατονικείας κ.Στέφανος, τηλ. 6974078940

Εφημέριος: π. Νικόλαος Ταχλιαμπούρης, τηλ. 22470-26065 & 6944391474

Β’ Εφημέριος: Αρχιμ. Χριστόδουλος Ήσυχος.


ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΗΣ ΛΕΡΟΥ

Εφημέριοι: π. Παΐσιος Αγγελάκης, τηλ. 6947156581 και π. Ιωάννης Ταχλιαμπούρης, τηλ. 6979368123.


ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΘΕΙΑΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΛΕΡΟΥ

Εφημέριος: π. Νικόδημος Φωκάς, πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου, Αρχιερατικός Επίτροπος Λέρου, τηλ. 2247022527 , 6944284433.

Β΄ Εφημέριος: αρχιμ. Ναθαναήλ Φελεσάκης.


ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΩΝ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΛΕΡΟΥ

Εφημέριος: π. Σεβαστιανός Καζηλιέρης, τηλ. 6955301132.

Β΄ Εφημέριος: Αρχιμ. Αιμιλιανός Παπαδάκης.


ΙΕΡΟΣ ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΛΕΡΟΥ

Εφημέριος: πρωτοπρεσβύτερος Δαμασκηνός Παλαπουγιούκ , τηλ. 22470-24773 & 6974727248

Β΄ Εφημέριος: π. Ευλόγιος Σάλτας


ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΟΣΙΑΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ ΔΡΥΜΩΝΟΣ ΛΕΡΟΥ

Εφημέριος:  π. Γεώργιος Γαμπιέρης, τηλ. 6976841579.

Β΄Εφημέριος: αρχιμ. Γεδεών Μαγκριώτης.


ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΦΑΝΟΥΡΙΟΥ ΞΗΡΟΚΑΜΠΟΥ ΛΕΡΟΥ

Εφημέριος: πρωτ. Σέργιος Γουρλάς, τηλ. 2247023770.

Β΄ Εφημέριος: π. Αλέξανδρος Κουφουδάκης.

ΠΡΟΚΑΤΟΧΟΙ

A.ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΛΕΡΝΗΣ από 1575 έως 1888
B.ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΩΝ ΛΕ.Κ.Α από 1888 εως σήμερα
A.1. Ο Λέρνης Κάλλιστος Απεβίωσε 1 – 1 – 1584
B.1. Ο Λέρου & Καλύμνου Χρύσανθος , από Νευροκοπίου, «Δανιήλ προς Κύριον εκδημήσαντος» 20 – 10 – 1888.
A.2. Ο Λέρνης Συμεών ο Α’ Απεβίωσε 24 – 12 – 1603
B.2. Ο Λέρου & Καλύμνου Ανθιμος , από Κορυτσάς , «Παραιτηθέντος Χρυσάνθου» 20 – 7 – 1894 .
A.3. Ο Λέρνης Φιλόθεος Απεβίωσε 8 – 5 – 1635
B.3. Ο Λέρου & Καλύμνου Σωφρόνιος , από πρώην Θεσσαλονίκης, «Ανθίμου προαχθέντος…εις τον Θρόνον τον Οικουμενικόν» 23 – 2 – 1895.
A.4. Παχώμιος ο από Ρόδου Προσχώρησε στον Παπισμό
B.4. Ο Λέρου & Καλύμνου Ιωάννης , από πρώην Δεσκάτης , «Σωφρονίου προαχθέντος εις την Μητρόπολιν Νικαίας» 29 – 5 – 1897.
A.5. Ο Λέρνης Συμεών ο Β’ Καθαιρέθηκε
B.5. Ο Λέρου & Καλύμνου Γερμανός, από Αίνου, «Ιωάννου προαχθέντος εις τον Θρόνον της αγιωτάτης Μητροπόλεως Κασσανδρείας» 9 – 8 – 1903.
A.6. Ο Λέρνης Ιγνάτιος ο Α’ Απεβίωσε 16 – 2 – 1801
B.6. O Λέρου & Καλύμνου Απόστολος , από Επίσκοπος Ολύμπου , «Γερμανού προς Κύριον εκδημήσαντος» , 6 – 9 – 1918.
A.7. Ο Λέρνης Ιγνατιος ο Β’ Απεβίωσε 5 – 2 – 1809
B.7. Ο Λέρου & Καλύμνου Ισίδωρος , από Δευτερεύων των Πατριαρχικών Διακόνων . «Της Αγιωτάτης Μητροπόλεως Λέρου & Καλύμνου απροστατεύτου διαμεινάσης άτε δη του εν αυτή εκλεγέντος Χρυσοστόμου μη αποδεξαμένου την εκλογήν». Αρχιερατεύοντος Ισιδώρου προσετέθη στον τίτλο της Μητροπόλεως το της Αστυπαλαίας 23 – 11 – 1950.
A.8. Ο Λέρνης Ιερεμίας Απεβίωσε Ιούλιο 1844
B.8. Ο Λέρου,Καλύμνου & Αστυπαλαίας Νεκτάριος , από Καρπάθου και Κάσου , «Ισιδώρου προς Κύριον εκδημήσαντος» , 24 – 5 – 1983.
A.9. Ο Λέρνης Διονύσιος Απεβίωσε 22 – 5 – 1863
A.10. Ο Λέρνης Ιγνάτιος ο Γ’ Απεβίωσε 2 – 4 – 1870
A.11. Ο Λέρνης Μακάριος Απομακρύνθηκε 3 – 7 -1875
A.12. Ο Λέρνης Δανιήλ Απεβίωσε 20 – 10 – 1888
A.13. Ο Λέρνης Χρύσανθος Παραιτήθη 20 – 7 – 1894 (Αρχιερατεύοντος του Χρυσάνθου το 1888, η Επισκοπή Λέρνης έλαβε την Μητροπολιτικήν αξίαν, του Χρυσάνθου ονομασθέντος Μητροπολίτου Λέρου και Καλύμνου).
  • (+ Πρεσβ. Γεωρ.Χαραμαντά, “Ιστορικά Σημειώματα της Εκκλησίας της Νήσου Λέρου”)

+ Κυριακή ΙΒ’ Λουκά: Των δέκα λεπρών , 19-1-2025

O Κύριος διέσχιζε τα σύνορα Γαλιλαίας-Σαμαρείας, όταν ξαφνικά του παρουσιάστηκαν δέκα λεπροί και ζήτησαν από μακριά τη βοήθειά Του για την ίασή τους. Ο Χριστός βλέποντας την πίστη τους και αφού συμπόνεσε την τραγική τους κατάσταση, τους έστειλε να παρουσιαστούν στους ιερείς για να πάρουν το πιστοποιητικό της γιατρειάς τους, απόδειξη ότι είχαν ιαθεί από τη λέπρα τους. Τότε οι πρώην λεπροί όλο χαρά απομακρύνθηκαν. Από τους δέκα όμως ένας γύρισε πίσω για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του στον Κύριο και αυτός ήταν αιρετικός και Σαμαρείτης. Ο Κύριος λοιπόν αναφώνησε πλήρης θλίψεως: Δεν θεραπεύτηκαν και οι δέκα; Οι δε εννέα πού;



Περισσότερα…

+ ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ , 12-1-2025

Όταν ο Χριστός έμαθε για την σύλληψη του Προδρόμου, συνειδητοποίησε ότι ήρθε η ώρα για να βγεί στο δημόσιο κήρυγμα. Γιατί τώρα αποσύρθηκε ο λύχνος για να λάμψει φαιδρότερον ο ήλιος της Δικαιοσύνης. Σχολάζει το προδρομικό κήρυγμα και άρχεται το ευαγγέλιο της Βασιλείας. Τελειώνει η εποχή της προετοιμασίας και αρχίζει η εποχή της κλήσεως.



Περισσότερα…